Δευτέρα, Μαΐου 22, 2006

A clockwork orange : Μια πραγματεία πάνω στη βία και στην επιλογή

What's it going to be then, eh?

Εναλλακτικός τίτλος : «Α ρε κερατά Kubrick!»

Κινηματογραφική βραδιά μπροστά στο laptop χθες—να ‘ναι καλά η broadband της μπου του τέλεκομ—και είπα να αναβάλω για λίγο την «εμπειρία του Κώδικα ΝταΒίντσι», του οποίου το downloading θα γίνει εντός των επόμενων ημερών—έλα, δεν θέλω ν’ ακούω αηδίες του στυλ «εγώ αρνούμαι να το δω», άντε μπράβο—για κάτι πιο...κλασικό!



Το Clockwork Orange το πρωτοείδα ως φοιτητής στο αμφιθέατρο της σχολής μου μαζί με καμιά τριανταριά ακόμη ρεμάλια, κατά τη διάρκεια μιας κατάληψης, ξέρετε, τότε που εκδηλώναμε κι εμείς τα επαναστατικά μας και νομίζαμε πως βλέποντας «ανατρεπτικές» ταινίες θα αλλάζαμε το διαβολεμένο σύστημα. Περιττό να σας πω βέβαια ότι δεν είχα καταλάβει και πολλά τότε, αφού την ώρα που ο Alex περνούσε τα μαρτύρια του Τζίσους επί της οθόνης, εμείς ήμασταν απασχολημένοι με το να χαλβαδιάζουμε τα λιγοστά γκομενάκια που βρισκόντουσαν τριγύρω.

Ακολούθησε μετά από λίγο καιρό μια πιο ιδιωτική προβολή στο σπίτι μου και με παρέα μόνο ένα φίλο αυτή τη φορά. Είχα φροντίσει φυσικά να είμαι περισσότερο συγκεντρωμένος και βέβαια, το αποτέλεσμα ήταν στο τέλος της ταινίας να μείνω μ’ ανοιχτό το στόμα, και όχι, οι ποσότητες αλκοόλ που είχα καταναλώσει εκείνο το βράδυ σίγουρα δεν ευθύνονταν γι’ αυτό.

Θα πω εδώ ότι το Clockwork Orange αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια από τις φωτεινές εξαιρέσεις πετυχημένης μεταφοράς ενός βιβλίου στη μεγάλη οθόνη—φυσικά, Kubrick είναι αυτός, δεν είναι παίξε γέλασε—αφού κατορθώνει να «πιάσει» τόσο τα νοήματα όσο και την ατμόσφαιρα του βιβλίου με συγκλονιστικό τρόπο. Το βιβλίο του Anthony Burgess ήταν ένα από τα πρώτα μου αποκτήματα από τα βιβλιοπωλεία του Λονδίνου, βιβλίο που, περιττό να πω ότι «ξεκοκκάλισα» μέσα σε δυο μέρες.



Ένα πραγματικά ιδιαίτερο στοιχείο στο βιβλίο αυτό—και κατ’ επέκταση και στην ταινία—είναι ότι η βία και η παραφροσύνη συνδυάζονται με τέτοιο μοναδικό τρόπο με τον προβληματισμό και μ’ ένα σαρωτικό, κυνικό χιούμορ, που ο αναγνώστης δικαίως θα απορεί πως είναι δυνατόν να διαβάζει για φρικαλεότητες και ταυτόχρονα να χαμογελά. Η κοφτερή γραφίδα του Anthony Burgess μας μιλά για τη ζωή του Alex, ενός 15χρονου, ηγέτη μιας εκ των πολλών συμμοριών εφήβων που δρουν ανεξέλεγκτα σε μια τρομακτική μεγαλούπολη του κοντινού μέλλοντος, που ολόκληρη η ζωή του στρέφεται γύρω από έναν αέναο κύκλο τυφλής βίας σε κάθε της μορφή. Ο Alex, μιλώντας μια περίεργη και βίαιη στην κατασκευή της αργκό—εφεύρεση εξ ολοκλήρου του ίδιου του συγγραφέα—μας περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή του και τα «κατορθώματά» του στους δρόμους της μεγαλούπολης όπου βασιλεύει το δίκαιο του ισχυρού. Ο Alex και η παρέα του περνούν τα βράδια τους βιάζοντας, ξυλοφορτώνοντας και ληστεύοντας, ενώ το πρόγραμμά τους περιλαμβάνει και ώρες ανάπαυσης και «περισυλλογής» στο φουτουριστικό μπαρ όπου σερβίρεται γάλα «ενισχυμένο» με διάφορα ψυχοδραστικά. Και ο συγγραφέας προσπαθεί να ρίξει φως στα κίνητρα αυτής της τυφλής βίας, στην ίδια την παρανοϊκή και καταστροφική φύση της, βλέποντάς το καθαρά από τη σκοπιά του θύτη, της εγκληματικής αυτής φυσιογνωμίας.



Αλλά το βιβλίο δε μένει εκεί...Δεν πρόκειται για άλλη μια πρόκληση μέσω της περιγραφής βίαιων σκηνών. Όταν ο Alex διαπράττει φόνο, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή, γίνεται το πειραματόζωο της νέας, ολοκληρωτικής κυβέρνησης, που υπόσχεται να εξαλείψει το έγκλημα, μεταμορφώνοντας τους εγκληματίες σε «αγίους» με τη χρήση μιας απάνθρωπης μεθόδου πλύσης εγκεφάλου. Το σπουδαίο ζήτημα που τίθεται λοιπόν είναι αυτό της επιλογής μεταξύ των δρόμων της «αρετής» και της «κακίας». Είναι άραγε οι βίαιες τάσεις έμφυτες; Κι αν ναι, πόσο δικαιούται το άτομο να επιλέξει μόνο του τη μεταμέλεια και την αναμόρφωση; «Ουδείς εκών κακός», μας λέει η σωκρατική ρήση, υποτιμώντας τη σημασία της ελεύθερης βούλησης, όταν το άτομο ρέπει προς τη βία εν γνώση του και το φχαριστιέται! Ο δρόμος της «αρετής» θα πρέπει να αποτελεί επιλογή ή προϊόν εξαναγκασμού; Πόσο έχει το κράτος το δικαίωμα να ευαγγελίζεται μια κοινωνία όπου ο καθένας θα πράττει το «καλό» (ή σωστότερα ΔΕΝ θα πράττει το «κακό») με ή και χωρίς τη θέλησή του; Και μέχρι που μπορεί να φτάσει για να πραγματοποιήσει το όνειρο της «δημόσιας τάξης»; Και τελικά, πόσο είναι δικαίωμα του καθενός να είναι καθίκι του κερατά; Είναι μερικά από τα σκληρά ερωτήματα που μας θέτει ο Burgess...



Για την ταινία να πω ότι η ερμηνεία του Malcom McDowell στο ρόλο του Alex είναι εκπληκτική (και πραγματικά είναι ν' απορεί κανείς ΠΟΥ είναι αυτός ο ηθοποιός σήμερα, τον φάγανε ίσως οι λανθασμένες επιλογές, ποιος ξέρει;) ενώ για τη σκηνοθεσία του Kubrick, νομίζω πως τα λόγια είναι περιττά. Έχοντας δει την ταινία πάνω από δέκα φορές, μπορώ μετά βεβαιότητας να πω ότι εξακολουθεί να με συγκλονίζει. Όποιος δεν την έχει δει να επισκεφτεί το κοντινότερο video club ΑΜΕΣΑ...Το ίδιο κι όποιος την έχει δει! Ένα πραγματικό αριστούργημα!

Σάββατο, Μαΐου 20, 2006

Μια απόπειρα μετα-μπλόγκινγκ

Η μπλογκόσφαιρα τελικά έχει απ' όλα και ίσως αυτή είναι η ομορφιά της. Στην μπλογκόσφαιρα υπάρχουν blogs, υπάρχουν blogs που σχολιάζουν άλλα blogs και, εσχάτως--και αυτό το ποστ μου ανήκει σ' αυτήν την κατηγορία θέλω να πιστεύω--υπάρχουν blogs που σχολιάζουν τα blogs που σχολιάζουν τα blogs! Είναι ομολογουμένως μια ενδιαφέρουσα αλυσίδα αυτή που θα μπορούσε να συνεχίζεται επ' άπειρον, δε νομίζετε;

Η κριτική είναι βασικής αξίας, κατά τη γνώμη μου. Νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσετε ότι με μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα ακούγαμε--ή τουλάχιστον, έτσι θα έπρεπε--μια αρνητική γνώμη για τα γραπτά μας, παρά δέκα γνώμες "χειροκροτητών", αρκεί φυσικά να είναι τεκμηριωμένη και ειλικρινής (όχι ότι δεν είναι ευχάριστα τα θετικά σχόλια φυσικά, καταλαβαινόμαστε πιστεύω). Η κριτική μας δείχνει τα λάθη μας, μας επισημαίνει τις παραλείψεις μας, μας βοηθά γενικώς να γίνουμε καλύτεροι, μας αποκαλύπτει άλλες οπτικές των πραγμάτων που μπορεί να μην φανταζόμασταν. Η κριτική είναι πολύτιμη, με λίγα λόγια!

Αυτό που μου κάνει πάντως εντύπωση παρατηρώντας κάποιες αντιδράσεις εντός της μπλογκόσφαιρας είναι η τάση από ορισμένους να ασκείται κριτική σε πράγματα που δεν αφορούν στα ίδια τα γραπτά, αλλά στο "περιτύλιγμα" αυτών. Με τον όρο περιτύλιγμα εννοώ είτε την εμφάνιση κάποιου blog στο μόνιτορ--το μέγεθος της γραμματοσειράς ή τα linkblog που το συνοδεύουν--είτε την εμφάνιση του ίδιου του blog--πχ τη λίστα με τα links. Ακόμη, να ασκείται κριτική σε πράγματα που αφορούν μεν στα γραπτά, είναι όμως κατά την άποψή μου επουσιώδη--πράγματα όπως το μέγεθος του ποστ, το μέγεθος των σχολίων, η συχνότητα συγγραφής ποστ κοκ.

Έχω λοιπόν καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι τελικά Ο,ΤΙ και να κάνει κάποιος για τα παραπάνω, οποιαδήποτε "μπλογκοσυμπεριφορά" κι αν έχει, οποιαδήποτε "μπλογκοστάση" κι αν υιοθετήσει, ΠΑΝΤΑ θα βρεθεί κάποιος να του πει "και μα και μου και ΔΑΠ νου δου φου κου" (το ξέρω, άσχετο, μου 'χει μείνει το κουσούρι να βρίζω τη σκατοπαράταξη!). Εγώ έχω προσωπικά ταυτιστεί πολλές φορές με "συμπεριφορές" που κάποιοι "κατακεραυνώνουν" με το λόγο τους κι όμως, έχω δει να εκτοξεύονται βέλη και κατά άλλων τύπων "συμπεριφοράς" (συμπεριφορά εννοώ και πάλι είτε εντός blog είτε εντός μόνιτορ).

Ας πάμε λοιπόν και σε μια λίστα με παραδείγματα, για να εξηγήσω τι εννοώ όταν λέω ότι "πάντα κάποιος θα 'ναι λάθος!" :

Περί μεγέθους γραμματοσειράς :

Αν κάποιος εμφανίζεται με μεγάλα γράμματα στο μόνιτορ, τότε αποκλείεται να τα "κέρδισε" με την αξία των γραπτών του, αλλά αποτελούν αυτά μια έμμεση απόδειξη του πόσο δημοσιοσχετίστας είναι και του πόσο η "κλίκα" στην οποία ανήκει τον στηρίζει.

Αν κάποιος εμφανίζεται με μικρά γράμματα τότε φυσικά είναι ένας τιποτένιος που δεν του αξίζει καμιά προσοχή και τα λεγόμενά του και τα γραπτά του δεν έχουν καμιά αξία.


Περί linkblogs :

Αν κάποιος κάνει πολλά linkblogs τότε αποκλείεται όντως να του άρεσαν κάποια κείμενα και να τα επιβραβεύει, αποκλείεται να θέλει να αναδείξει κάποιες φωνές και αποκλείεται να χρησιμοποιεί το linkblog έστω ως σελιδοδείκτη! Αντιθέτως, το κάνει μόνο και μόνο για την προσωπική του προβολή.

Αν κάποιος δεν κάνει συχνά linkblogs ή απέχει από την όλη διαδικασία είναι βεβαίως μια ακατάδεκτη ψωνάρα που νομίζει ότι είναι καλύτερος από τους άλλους.


Περί μεγέθους κειμένων :

Αν κάποιος γράφει μακροσκελή κείμενα είναι σεντονάς και βαρετός και δεν του αξίζει να διαβαστεί.

Αν κάποιος γράφει μικρά κείμενα ή έστω λίγες φράσεις και τις δημοσιεύει, τότε έχει πρόβλημα εκφραστικό ή δεν έχει τι να πει και μας τα ζαλίζει τσάμπα και βερεσέ.


Περί σχολίων :

Ισχύει πάνω κάτω ό,τι και για τα linkblogs. Επίσης, όποιος κάνει θετικά σχόλια είναι χειροκροτητής. Όποιος κάνει αρνητικά είναι κακόπιστος.


Περί συχνότητας δημοσιεύσεων :

Όποιος κάνει συχνά ποστ είναι "μπλογκομαϊντανός" και "λερώνει" τα μάτια μας με τις συχνές του δημοσιεύσεις.

Όποιος γράφει αραιά και που στερείται έμπνευσης και "τι μου το 'θελε το blog ο κακομοίρης;".


Περί εμφάνισης του blog, links, κλπ :

Όποιος ασχολήθηκε κι έφτυσε αίμα παλεύοντας με την html για να φτιάξει ένα όμορφο blog είναι ένας επιδειξίας που "πως την έχει δει δηλαδή;". Όποιος επιμένει σε μια πιο απλοϊκή εμφάνιση είναι τεμπέλης και ανάξιος της προσοχής μας.

Όποιος έχει μια λίστα με links από τα αγαπημένα του (ή όχι και τόσο) blog το κάνει γιατί θέλει να γλύψει τους συγκεκριμένους bloggers. Όποιος βέβαια δεν έχει αντίστοιχη λίστα δεν μπορεί παρά να είναι "περίεργος", ένας "μονόχνωτος" και "αντικοινωνικός" με μάλλον μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.


Θα μπορούσα φυσικά να φέρω κι άλλα παραδείγματα, αλλά φαντάζομαι ότι αντιλαμβάνεστε τι θέλω να πω : Δεν υπάρχει blogger που να μην ανήκει σε μια από τις παραπάνω κατηγορίες που όλοι θα 'χουμε λίγο πολύ δει να "λοιδορούνται" κατά καιρούς. Το θέμα είναι λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, κατά πόσο μ' όλα αυτά χάνεται το νόημα του ίδιου του bloging, που, αν δεν κάνω λάθος, αφορά κυρίως στο γράψιμο και όχι στο, γοητευτικό ίσως για κάποιους, κυνήγι της ίντριγκας, των συνομωσιών και των αντιμαχόμενων παρατάξεων.

Όλο το παραπάνω θα μπορούσε κάποιος να πει ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συγκεκαλυμμένη απόπειρα μετα-μπλόγκινγκ, έτσι, για να μου φύγουν κι εμένα οι "καύλες", την ώρα μάλιστα που θα 'πρεπε ίσως να παρακολουθώ την ψηφοφορία της Eurovision! Ίσως να 'ναι κι έτσι βέβαια, εμένα μια φορά μου κάνει εντύπωση το ζήτημα, όντας καινούργιος, όχι στα blogs, αλλά στην κοινωνία του ελληνικού μόνιτορ.

Η ματαιότητα των "θέλω"

Σήμερα λοιπόν, ως άλλος Keanu Reeves—έτσι για να θυμηθώ και τον μέντορα «δικηγόρο του Διαβόλου»—θα βροντοφωνάξω : «In the Bible we lose, Father!», υπογραμμίζοντας, όχι τα λόγια αυτά καθαυτά, αλλά το άρωμα ματαιότητας που αυτά αναδίδουν. Θα πω λίγα πράγματα για την--αποκρουστική, για ορισμένους--άποψή μου του να θεωρώ μάταια τα ανθρώπινα "θέλω".

Θα 'θελα λοιπόν να σχολιάσω μια από τις μεγαλύτερες «πατάτες» που έχω ακούσει στη ζωή μου, η οποία έχει καθιερωθεί κι αναπαράγεται καθημερινά ως η—και—fuckώ τις σοφίες, να ‘ούμε. Η «πατάτα» για την οποία κάνω λόγο δεν είναι άλλη από την πασίγνωστη φράση του Coelho : «Εάν θέλεις κάτι πάρα πολύ, ολόκληρο το σύμπαν συνομωτεί για να το αποκτήσεις». Γνωρίζω φυσικά τον κίνδυνο που διατρέχω αυτή τη στιγμή και μ’ αυτά τα λεγόμενα να εισπράξω πολλές, αληθινές ετούτη τη φορά πατάτες και άλλα, σάπια κατά προτίμηση λαχανικά στη μούρη, συνοδευόμενα από μεγαλοπρεπή «ΟΥΥΥ!!!».

Δεν πειράζει όμως, θα συνεχίσω, δικαιολογώντας την άποψη που έχω σχηματίσει, θα σας παρακαλούσα δε να έχετε υπόψη σας ότι η άποψη που έχει κανείς για τον κόσμο δεν μπορεί παρά να έχει τις ρίζες της στο συνονθύλευμα των εμπειριών που απαρτίζουν την ασήμαντη ζωούλα του.

Αυτό που εγώ έχω δει λοιπόν να συμβαίνει είναι ότι όταν κάποιος θέλει κάτι πάααρα πολύ, το σύμπαν (το ποιο;) απλά δε δίνει δεκάρα τσακιστή, αλλά αντιθέτως, αντιμετωπίζει τις επιθυμίες μας με μια αδιαφορία που τσακίζει κόκαλα. Είναι δε συντριπτικά ισχυρότερο το ενδεχόμενο ολόκληρο το σύμπαν ΟΝΤΩΣ να συνομωτήσει ώστε να μας κάνει τα «θέλω» σκόνη, παρά να κουνήσει έστω και το μικρό του δαχτυλάκι για ν’ αποκτήσουμε εμείς το «παιχνιδάκι» μας, όποιο κι αν είναι αυτό. Κοινώς, το σύμπαν χέστηκε πατόκορφα για τη δική μας ευτυχία ή την όποια ενδεχόμενη «ευγνωμοσύνη» μας προς αυτό. Είναι σαν να μας λέει : «Κι αν σας αρέσει, μάγκες! Αν όχι, αλλάξτε σύμπαν...Αν μπορείτε...Χε, χε, χε!».

Τώρα φυσικά, θα μου πείτε : «Μα τι λες τώρα; Εδώ υπάρχουν τρανταχτά παραδείγματα εφαρμογής της πατάτας...εε...της σοφίας που εσύ ονομάζεις πατάτα!». Κι όμως, τα όποια παραδείγματα δεν πτοούν το μηδενιστικό μου παραλήρημα. Γιατί απλούστατα, η μία περίπτωση κατά την οποία ένα «ισχυρό θέλω» γίνεται τελικά πραγματικότητα συνοδεύεται κι από κάμποσες χιλιάδες περιπτώσεων «θέλω» που απλά μένουν στο ράφι. Εδώ τώρα φυσικά θα «παίξει» το άλλο επιχείρημα, αυτό του πόσο «ισχυρό» είναι ένα «θέλω» (εξ ου και η χρήση των εισαγωγικών!). Σου λέει ο άλλος δηλαδή : «Ε...Πως! Δεν το ήθελες ΠΟΛΥ, γι’ αυτό και δεν ενεργοποίησες την επικαλούμενη συμπαντική συνομωσία». Αλλά, ποιος κρίνει το «πολύ» και το «ισχυρό», φίλοι μου; Σε ποια εσωτερική ζυγαριά του μυαλού μας μπορούμε τελοσπάντων να ζυγίσουμε τα «θέλω» μας έτσι ώστε να τα αμολήσουμε μετά στο σύμπαν και να έχουμε, ρε παιδί μου, μια ελπίδα ότι αυτά είναι όντως ισχυρά, μπας και γίνουν πραγματικότητα;

Η εντύπωση που μου δίνεται λοιπόν, όσον αφορά στα «παραδείγματα εκπλήρωσης μιας ισχυρής επιθυμίας», είναι ενός ανάποδου Murphys Law! Τι μας λέει ο νόμος του Μέρφι; Ότι η δική μας ουρά στο σούπερ μάρκετ πχ πηγαίνει πάντα πιο αργά από όλες τις άλλες. Αν το καλοσκεφτείτε όμως, πρόκειται για μια πρώτου μεγέθους αυταπάτη : ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ ότι οι άλλες ουρές εξυπηρετούνται πιο γρήγορα διότι απλά δίνουμε σημασία στο όλο ζήτημα ΜΟΝΟΝ όταν η δική μας εξυπηρετείται αργά, θυμόμαστε δε εκείνη τη στιγμή και ΟΛΕΣ τις άλλες φορές που η ουρά μας δεν έλεγε να προχωρήσει και, τσουπ, να ‘τος ο νόμος του Μέρφι! Με τον ίδιο ακριβώς μηχανισμό, όποτε ένα «θέλω» μας γίνεται τελικά πραγματικότητα, βγάζουμε εκ των υστέρων το συμπέρασμα ότι «πρέπει να ‘ταν αυτό πολύ ισχυρό για να πραγματοποιήθηκε» και ξεχνάμε όλες εκείνες τις φορές που θελήσαμε κάτι και η ευχή μας πήγε στα συμπαντικά σκουπίδια. Δηλαδή, με λίγα λόγια, η ταμπέλα του «ισχυρού θέλω» μπαίνει εκ των υστέρων και άμα τη πραγματοποιήση αυτού, άρα και εκ του ασφαλούς!

Και τώρα, φίλοι και φίλες, σταυρώστε με ελεύθερα! Τα ζητάει ο οργανισμός μου!



Δευτέρα, Μαΐου 15, 2006

"ΈΛ-ληνες άνδρες...ενωθείτε!"


William of Baskerville: You see, Adso... the step between ecstatic vision and sinful frenzy... is all too brief.

Το μεταφέρω γιατί μου 'κανε τρομερή εντύπωση...

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε σήμερα το πρωί από ένα μέλος διαδικτυακού φόρουμ (θηλυκού γένους, κατά δική του δήλωση) ως απάντηση σε κάποιο άλλο μέλος (επίσης θηλυκού γένους) με το οποίο υπήρξε "διαφωνία απόψεων". Απολαύστε :


ΤΣΑΚΙΣΤΕ ΤΑ ΤΣΟΥΛΑΚΙΑ

ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΝΔΡΕΣ:

ΤΣΑΚΙΣΤΕ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΑ, ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΟΛΑ ΤΑ ΑΤΙΜΑ, ΑΝΗΘΙΚΑ, ΕΓΩΠΑΘΗ, ΑΛΑΖΟΝΙΚΑ, ΣΑΠΙΣΜΕΝΑ ΤΣΟΥΛΑΚΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΝ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΣΑΣ.

ΜΗ ΔΙΣΤΑΖΕΤΕ ΝΑ ΣΟΥΤΑΡΕΤΕ ΜΙΑ ΠΟΥΤΑΝΙΤΣΑ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΙΑΚΑ ΟΜΟΡΦΗ 'Η ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΝΕΙ ΚΑΛΑ ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΑ 'Η ΕΠΕΙΔΗ ΕΧΕΙ ΣΦΙΧΤΟ ΚΩΛΑΡΑΚΙ.

ΤΣΑΚΙΣΤΕ ΤΕΣ ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΩΣ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΙ, ΔΡΑΚΟΝΙΑΝΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΜΕ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΝΤΩΣΙ ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΕΥΣΙ ΤΩΝ ΕΝΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΔΡΩΝ.

ΩΣ ΑΝΔΡΕΣ ΕΙΣΤΕ ΕΚ ΦΥΣΕΩΣ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΙ ΤΟΥΣ.

ΠΟΛΤΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΕΣ.



Αυτό που μου έκανε εντύπωση δεν είναι το, ομολογουμένως ευφάνταστο υβρεολόγιο. Ούτε καν η γελοία παραφιλολογία περί ΕΛ, για την οποία δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που γίνεται λόγος κι έχουν αναλάβει άλλοι να της αλλάξουν τα φώτα, πάρα μα πάρα πολύ πετυχημένα.

Αυτό που πραγματικά με συγκλόνισε στην όλη ιστορία είναι ο τρόπος με τον οποίο το εν λόγω φασιστικό ιδεολόγημα μπορεί να απορροφά, να ισοπεδώνει εντελώς ακόμη και θεμελιώδη στοιχεία της προσωπικότητας του ατόμου, κάνοντάς το ανίκανο να αισθανθεί ακόμη και την "αλληλεγγύη του φύλου", βρε αδελφέ! Επαναλαμβάνω ότι τα παραπάνω λόγια δεν ειπώθηκαν από κάποιον τελειωμένο, ακροδεξιό, στα όρια της σχιζοφρένειας, φαλλοκράτη, αλλά από μια--μάλλον νέα--κοπέλα σε μια άλλη! (τουλάχιστον με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας)

Προβληματίζομαι λοιπόν και αναρωτιέμαι : Πόσο πραγματικά "ακίνδυνη" είναι η γελοία μπουρδολογία περί "ανωτερότητας της φυλής" που όλοι θα 'χουμε αναμφίβολα δει να αναπαράγεται σήμερα; Κάποτε, εκφέροντας άποψη για το blog του funel, είχα πει πως θεωρώ την προσπάθεια που γίνεται εκεί διασκεδαστική μεν, υπερβολική δε, καθώς θεωρούσα ότι ο πλασιέ βιβλίων Λιακόπουλος δεν είναι ικανός για τίποτε περισσότερο από το να μας προσφέρει ένα χαλαρό δίωρο γέλιου στη μεσημεριανή ζώνη. Έλεγα μάλιστα πως θα 'θελα κάποια στιγμή να δω μια αντίστοιχη σκληρή σάτιρα να στρέφεται και κατά άλλων, καθισμένων υψηλότερα στην πυραμίδα της εξουσίας προσώπων.

Ομολογώ πως έχω αλλάξει γνώμη...Η παπαρολογία των ΕΛ και των διαγαλαξιακών τους πολέμων, που ξεκίνησε εδώ και μια δεκαπεντατία περίπου και ήταν αρχικά περιορισμένη σε στενούς κύκλους "γραφικών" που κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά, έχει πλέον φτάσει να αναπαράγεται σε ΜΜΕ πανελλήνιας εμβέλειας επί καθημερινής βάσεως. Τα βιβλία που αφορούν στα ζητήματα αυτά έχουν πολλαπλασιαστεί, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει ζήτηση, ότι ο κόσμος τα ζητά, ότι ο κόσμος τα αγοράζει. Οι γελοιότητες που πρεσβεύουν οι εν Ελλάδι "πρυτάνεις των ΕΛ" αποκτούν ερείσματα στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ανθρώπων ΝΕΩΝ και, υποτίθεται, "μορφωμένων". Οι δε "light" παραφυάδες του ιδεολογήματος--που, προσωπικά τις θεωρώ πιο επικίνδυνες απ' το ίδιο το ιδεολόγημα--έχουν φτάσει να εκφέρονται εν είδει "χαλαρής πλακίτσας" μεταξύ παρεών : "Έλα μωρέ, Εβραίος δεν είναι; Τι περιμένεις;", "Έλα μωρέ, αφού εμείς δώσαμε τα φώτα στον κόσμο, όλοι το παραδέχονται αυτό!" κλπ κλπ. Η συνομωσιολογική σούπα σερβίρεται πλέον ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά, μασκαρεμένη με την "εγγυρότητα" των τηλε-βιβλίων και της ρητορικής των τηλε-πωλητών.

Πιστεύω λοιπόν πως χρειάζεται συνεχής επαγρύπνηση και σίγουρα όχι χαΛαρή (με παχύ το Λ, έτσι!) αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων. Δυστυχώς, η γελοιότητα δεν είναι καθόλου αυτονόητη, όπως φαίνεται, αλλά πρέπει διαρκώς να δείχνεται, με συνέπεια και επιμονή. Ίσως γίνομαι κι εγώ υπερβολικός μ' όλα αυτά, πάντως προσωπικά έμεινα άφωνος από τα λόγια αυτής της κοπέλας, τα οποία δεν μπορεί κάποιος ελαφρά τη καρδία να "καταδικάσει" ως προϊόντα μιας υποβόσκουσας ψυχοπαθολογίας. Η ιστορία άλλωστε έχει δείξει ότι η ψυχοπαθολογία δεν είναι καθόλου "ακίνδυνη" όταν αρχίσει να αφορά στα δημόσια πράγματα κι όταν μεταμφιέζεται σε ιδεολογία.

Γι' αυτό λοιπόν, ΦΩΝΑΖΩ : funel άλλαξέ τους τα φώτα, μάστορα! Και είθε να βρεις μιμητές!

Σάββατο, Μαΐου 13, 2006

Κρυφογκομενίζειν, το άθλημα της αθάνατης καγκουριάς


Ευχάριστο διάλειμμα σήμερις, αφιερώσεων συνέχεια, χολής και δηλητηρίου το ανάγνωσμα...+πρόσχωμεεεν+...

(Μα τι πάω και θυμάμαι ώρες ώρες!)

Το γκομενίζειν είναι υπέροχο πράγμα! Μπορεί κανείς να ασχολείται δέκα ζωές με αυτό το ευγενές άθλημα και πάλι να μην είναι αρκετό. Τιμούμε το γκομενίζειν και εξαίρουμε τον δημιουργικό του ρόλο στην ανθρώπινη Ιστορία!
Το κρυφογκομενίζειν υπό την μασκούλα της Υψηλής Σκέψης, της Υψηλής Τέχνης, του Υψηλού Εσωτερισμού, της Υψηλής Πολιτικής και της Παχιάς Κουβέντας ταιριάζει σε αυτούς που ο χύδην όχλος ονομάζει "κάγκουρες" και "ποντικαρέους".

...έγραφε κάπου, κάποτε ένας καλός άνθρωπος

Τα 'πε όλα, τολμώ να πω...

Παρασκευή, Μαΐου 12, 2006

Η κωμική πλευρά της ηλιθιότητας

Το κείμενο που ακολουθεί είναι κομματάκι παλιό και το αφιερώνω εξαιρετικά σε όλους τους "έξυπνους", σε όλους τους "μάγκες", στους "έχοντες πάντα δίκιο", στους κραδαίνοντες το ξίφος του IQ τους και της κακογαμημένης λογικής τους μέσα στη μούρη μας και γενικά, σε όλους τους wannabe νταβάδες του λόγου (μου/σου/του) που μας έχουν σπάσει τ' αρχίδια με το εξυπνακίστικο στυλάκι τους...Με τα διαπιστευτήρια της εξυπνάδα σας σκουπίζω τον κώλο μου...Μαλάκες!





Κάποτε, απευθυνόμενος σ’ έναν ηλίθιο, ο οποίος με διάφορα τεχνάσματα προσπαθούσε απεγνωσμένα να μου αποδείξει ότι είναι έξυπνος, του είπα ότι η βλακεία του με διασκεδάζει. Θα ήθελα λοιπόν να επεκταθώ λίγο περισσότερο πάνω σ' αυτό...

Η αλήθεια είναι ότι η βλακεία—η απλή, αγνή βλακεία—δεν είναι και το πιο διασκεδαστικό πράγμα του κόσμου. Θα έλεγα ότι είναι μάλλον βαρετή, σε σημείο εξάρθρωσης της κροταφογναθικής απ’ το πολύ χασμουρητό δηλαδή, γεγονός που, όπως καταλαβαίνετε, δεν αποτελεί και κανένα φοβερό κίνητρο για ν’ ασχοληθεί κανείς μαζί της. Όπως όμως σε όλα, έτσι και στο συγκεκριμένο, ουδέν απόλυτον. Ο παραπάνω κανόνας λοιπόν δεν εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις των ηλιθίων συνανθρώπων μας, αλλά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, απαραίτητες φυσικά για να ισχυροποιήσουν τη θέση του αρχικού μας κανόνα. Ποια είναι η εξαίρεση λοιπόν;

Η περίπτωση που, τουλάχιστον εμένα, μου προσφέρει μεγάλες δόσεις γέλιου, είναι εκείνη κατά την οποία ο ηλίθιος φτιάχνει μια δική του πραγματικότητα μέσα στο κεφάλι του, στο κέντρο της οποίας τοποθετεί τον ίδιο του τον εαυτό, στέφοντάς τον με τίτλους που σε καμία περίπτωση δεν είναι αντιπροσωπευτικοί αυτού που βιώνει στην καθημερινή του ζωή και τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους. Τίτλους όπως «πανέξυπνος», «αρχιμάγκας», «αρχιγαμιάς», «αρχιδαράς», «σούπερ καλλιτέχνης» κλπ κλπ. Το τι ωθεί το φίλο μας τον ηλίθιο στο να δημιουργήσει αυτήν την πραγματικότητα είναι ένα ακόμη θέμα προς συζήτηση. Σίγουρα, μια δόση ψυχοπαθολογίας υποκρύπτεται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, χωρίς να είναι απαραίτητο φυσικά. Κάποιες άλλες φορές, η αρχική ώθηση για τη δημιουργία μιας τέτοιας πραγματικότητας προέρχεται από αμφισβητούμενης εγκυρότητας κρίσεις των γύρω του για το πρόσωπό του. Πχ από τη Σούλα, τη γκόμενα που είχε στο πανεπιστήμιο, από την κυρά-Μαριγούλα που είχε το περίπτερο απέναντι κι έπαιρνε τα τσιγάρα του κλπ κλπ. Ίσως κάποτε να συμπλήρωσε και κανένα τεστ IQ σε κάποια εφημερίδα, και να 'βγαλε καλό σκορ. Ίσως να 'χε και καλούς βαθμούς στο απολυτήριό του, τότε που αποφοίτησε απ' το Λύκειο της Κάτω Τραχανοπλαγιάς. Από εκεί και πέρα, πυκνό μυστήριο καλύπτει τη συμπεριφορά αυτή. Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει εδώ, δεν είναι τα αίτια μιας τέτοιας συμπεριφοράς, αλλά η συμπεριφορά αυτή καθαυτή και η παρατήρησή της ως ενός ακόμη πρωτότυπου τρόπου διασκέδασης.

Ο ηλίθιος λοιπόν ξυπνά ένα πρωί, αυτοχρίζεται τους τίτλους που προαναφέραμε και ξεκινά έπειτα η απεγνωσμένη του προσπάθεια να πείσει τους πάντες για το αληθινό των τίτλων αυτών. Παρουσιάζεται φέροντας εκ προοιμίου τους τίτλους! Μπαίνει σε μια παρέα και συστήνεται ως ο «έξυπνος», ο «μάγκας» κλπ. Συν τοις άλλοις, είναι ευρηματικός και θρασύς στις σχέσεις του, στοιχεία που αποτελούν πρώτης τάξης όπλα στον αγώνα του για να πείσει. Είναι λοιπόν σύνηθες το φαινόμενο, ο αγώνας αυτός να έχει αποτελέσματα. Συχνά εντυπωσιακά! Δεν είναι λίγες οι φορές που οι τίτλοι που ο ίδιος έδωσε στον εαυτό του, τελικά του αναγνωρίζονται. Ο ηλίθιος τότε το ευχαριστιέται. Κοκορεύεται για τους τίτλους του και δε χάνει στιγμή να υπενθυμίζει σε όλους ποιος είναι ο πιο «***» (βάζετε ό,τι θέλετε) της παρέας.

Μη μου πείτε ότι αυτό δεν είναι απολαυστικό! Πάρτε για παράδειγμα τον Κάτμαν της Ανίτας! Όσο ήταν ένας απλός καλεσμένος της εκπομπής της, δεν έβγαζε τόσο γέλιο ο κακομοίρης. Απ' τη στιγμή που αυτοχρίστηκε μέγας σταρ και τραγουδιστής, τότε είναι που άρχισε το πανηγύρι! Όταν έβγαλε δε και δίσκο, ε εκεί πια τα πράγματα έγιναν άκρως ξεκαρδιστικά!

Η αναγνώριση που ο ηλίθιος απολαμβάνει βέβαια δεν είναι από μόνη της αρκετή για ν’ ανεβάσει το δείκτη νοημοσύνης του. Βλέπετε, ο ηλίθιος, το τελευταίο πράγμα που σκέφτεται την ώρα της μεγάλης δόξας του είναι ότι οι τίτλοι τους οποίους επέβαλε για τον εαυτό του θα πρέπει να επαληθευτούν με το πέρασμα του χρόνου, να αντέξουν στο συνεχές σφυροκόπημα της κριτικής αλλά και της ίδιας της ζωής. Δεν σκέφτεται ότι και το παραμικρό του στραβοπάτημα είναι αρκετό για να τον εκθέσει ανεπανόρθωτα. Θα μου πείτε, με τι να σκεφτεί, ηλίθιος καθώς είναι; Έτσι είναι φίλοι μου...Και συνήθως το στραβοπάτημα δεν αργεί να έρθει...Και τότε αρχίζει η πραγματική διασκέδαση!

Καταλαβαίνουν τότε όλοι ότι ο φίλος μας τους πουλούσε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Και η αντίδρασή τους είναι αναμενόμενη, φυσικά, και σκληρή. Ο βλαξ όμως, απορροφημένος καθώς είναι από την πραγματικότητα στην οποία ζει, δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί την αλλαγή της τάξης πραγμάτων. Έχει βάλει τόσο πολύ τον εαυτό του σ’ αυτό το παιχνιδάκι, που η απορία η οποία μετά εκφράζει είναι απόλυτα ειλικρινής! Απορία, που σε λίγο μετατρέπεται σε οργισμένη αντίδραση. Είπαμε ότι ο βλαξ είναι θρασύς! Δεν θα διστάσει να αντιδράσει ακόμη και βίαια όταν ο περίγυρός του αρχίσει να τον χλευάζει! Αυτό όμως που ο βλαξ δεν αντιλαμβάνεται, είναι ότι όσο περισσότερο και εντονότερα αντιδρά, τόσο περισσότερο διασκεδαστικός γίνεται! Αν πριν, κοκορευόμενος για τον α ή β τίτλο, ο βλαξ γινόταν απλά γελοίος, με το που αρχίζει τα κλαψιάρικα ξεφωνητά του μετατρέπεται σε επαγγελματία γελωτοποιό! Όσο περισσότερο συνεχίζει για ν’ αποδείξει την υποτιθέμενη εξυπνάδα του τόσο πιο πολύ η βλακεία του εκτίθεται στα μάτια όλων αυτών που προηγουμένως τον προσκυνούσαν. Φαύλος κύκλος δηλαδή! Τότε λοιπόν είναι που ο φίλος μας είναι πραγματικά έτοιμος να στεφθεί με το στέμμα που του άξιζε : Το στέμμα της ηλιθιότητας! Μην το γελάτε, φίλοι μου, ακόμη και γι’ αυτό το στέμμα κάποιοι θα σκότωναν. Βλέπετε, ακόμη κι αυτό είναι για μερικούς κάτι πολύ πιο πολύτιμο από το ανελέητο τίποτα που μέχρι τότε είχαν συνηθίσει.


Η αναφορά στον Κάτμαν είναι καθαρά συμβολική και όχι "κυριολεκτική"...Για να 'μαι ειλικρινής, πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος τύπος είναι εξυπνότερος πολλών άλλων "έξυπνων με τη βούλα". Αν παρ' όλ' αυτά κάποιος θεωρήσει ότι ο λόγος μου είναι "ρατσιστικός" ή ο,τιδήποτε άλλο, χέστηκα!

Πέμπτη, Μαΐου 11, 2006

Κριτική στον "Κώδικα Ντα Βίντσι"


Στη χώρα του "ουυυ 666", των μεγάλων σταυρών και των εκκλησιαστικών λαβάρων που όλοι αναμένουμε να υψωθούν επί τη ευκαιρία της προβολής της ταινίας "Κώδικας Ντα Βίντσι", ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ μια σοβαρή κριτική του περιβόητου βιβλίου, βασισμένη σε στοιχεία και μακριά από την κομπλεξική λογική του "Δεν αρέσει στο ιερατείο, άρα είναι αποδεκτό και αληθές!".

Από τον Justanothergoneoff :


Τα λάθη, οι αβλεψίες και οι προχειρότητες στον Κώδικα Ντα Βίντσι - μέρος 1ο

Τα λάθη, οι αβλεψίες και οι προχειρότητες στον Κώδικα Ντα Βίντσι - μέρος 2ο

Η συμβολογική ανατομία ενός φόνου στον ΚΝΒ

Το Ηγουμενείο της Σιών και ο Κλωντ Ντεμπυσύ: η απάτη του γαλατικού εθνικισμού στον ΚΝΒ


Keep up the good work!

Το κακό...

...με την ηλιθιότητα είναι ότι οι κραυγές της, αν και συχνά διασκεδαστικές, είναι και απόλυτα προβλέψιμες...

Ν' αγιάσει το στόμα σας, κύριε Nonce!!!

Και...προς τους κραυγάζοντες...

Τρίτη, Μαΐου 09, 2006

Evening duty



Το ξύπνημά μου είναι απότομο...Τα μάτια μου ανοίγουν μόλις 2 λεπτά πριν την καθορισμένη ώρα και το πρώτο πράγμα που μου 'ρχεται στο μυαλό μόλις βλέπω το ρολόι είναι η πεποίθηση περί της ύπαρξης εκείνου του ακριβέστατου ξυπνητηριού σε κάποια ξεχασμένη γωνιά του εγκεφάλου, απ' όπου μπορεί ως άλλο "Μάτι-που-βλέπει-τα-πάντα" να παρακολουθεί ανελλιπώς το χρόνο, συνδυάζοντάς τον με τις γελοίες υποχρεώσεις μας. Ακούω παιδικά γέλια, συνοδευόμενα από δυνατούς κρότους..."Ταγκ-ΜΠΑΜ!". Ξανά...Ξανά! Ήχοι μιας μπάλας πάνω στον τοίχο του σπιτιού. "Ταγκ-ΜΠΑΜ! Ταγκ-ΜΠΑΜ!". Ξανά και ξανά! Οι τρομεροί ήχοι του παιχνιδιού που μοιάζουν με μικρές εκρήξεις, γίνονται ολοένα και πιο ενοχλητικοί. Χρειάζομαι ένα τσιγάρο και την αίσθηση του παγωμένου αέρα στο πρόσωπό μου! Αμέσως!

Βγαίνω έξω και η ατμόσφαιρα είναι παγωμένη, χιλιάδες μαστίγια που τιμωρούν το πρόσωπό μου. Ανάβω τσιγάρο και παρακολουθώ τα δυο παιδάκια που ήταν υπεύθυνα για το ηχηρό σφυροκόπημα, ενώ αυτά με αγνοούν, συνεχίζοντας το παιχνίδι τους. Ένα ξανθό, ψηλόλιγνο κοριτσάκι με όμορφο αλλά θρασύ πρόσωπο, όχι πάνω από δώδεκα ετών κι ένα καστανό αγοράκι με σαφώς πιο ευγενικά χαρακτηριστικά γύρω στα δέκα. Μετά από λίγο, πέφτω στο αντιληπτικό τους πεδίο κι αυτά, από σεβασμό ίσως στα χρόνια μου ή και στο απειλητικό μου μέγεθος, σταματούν και κάθονται ήσυχα επάνω στις μπάλες τους...Οι μπάλες ήταν δύο τελικά...Εγώ τα μαζεύω και φεύγω και κατευθύνομαι πίσω απ' το σπιτάκι, νιώθοντας και κάποιες τύψεις για τη χυδαία μου εισβολή στον κόσμο τους. Αυτά όμως δε συνεχίζουν το παιχνίδι...Καθισμένα επάνω στις πολύχρωμες μπάλες τους, αρχίζουν να συζητούν. Πίσω από το καταφύγιο που μου προσφέρει το σπιτάκι, η ακοή μου αρχίζει να κλέβει τις κουβέντες τους. Πρόκειται για μια καταμέτρηση. Τα παιδάκια μετρούν τα ατυχήματα που είχαν στο παιχνίδι και στ' αυτιά μου φθάνουν ανατριχιαστικές περιγραφές : "Μια φορά εγώ έγδαρα και τα δυο μου γόνατα ώσπου φάνηκα από μέσα το κόκκαλο", λέει το κοριτσάκι. "Μια φορά έσπασα και τα δυο μπροστινά μου δόντια και το ένα χώθηκε μέσα στη γλώσσα μου", λέει το αγοράκι. Και το κοριτσάκι συνεχίζει : "Έχω κάνει πάνω από πενήντα ράμματα! Ρε συ, εγώ όταν πέφτω, δε μ' αρέσει να βάζω τα χέρια μου και να στηρίζομαι. Τ' ανοίγω και πέφτω με τα μούτρα!" Μα, τί κάθομαι κι ακούω; Τι κάθεται και λέει αυτή η δωδεκάχρονη σχιζοφρενής; Κι ο άλλος απαντά : "Καλά ρε, εσύ δεν παίζεσαι!" Αναρωτιέμαι, ξέρουν αυτά τα παιδάκια πόση δύναμη κρύβουν τα όσα λένε; Πόσες εξευτελιστικές νίκες έναντι των συνηθισμένων φόβων των "δυνατών" μεγάλων; Όταν δε διστάζεις να πέσεις στο έδαφος με τα μούτρα, όταν δε φοβάσαι να υποδεχτείς τμήματα των κομματιασμένων σου δοντιών μέσα στη γλώσσα σου, άραγε τί έχεις άλλο να φοβηθείς; Όταν έχεις τον πόνο, αλλά ίσως και το θάνατο γραμμένο στα ανώριμα γεννητικά σου όργανα, τί άλλο, απορώ, έχεις να φοβηθείς;

Θαμπωμένος από το μεγαλείο των δύο λιλιπούτειων μορφών αποφασίζω να περπατήσω για λίγο μέσα στην παγωνιά και το μυαλό μου αρχίζει να τρέχει στα λεπτά που προηγήθηκαν του απότομου ξυπνήματός μου...




Βγαίνω απ' το γυμναστήριο της περιοχής μου κι απ' έξω με περιμένει μια μηχανή enduro με άσπρα φτερά ποτισμένα με μπλε πιτσιλιές. Η μηχανή γέρνει προς το μέρος μου με το τιμόνι της είναι ελαφρώς στριμμένο...Ξερνά όλη την αναίδεια που ποτέ δεν είχα. Ξαφνικά ξέρω ότι μπορώ να οδηγήσω αυτό το τερατάκι με χίλια. Ένας αλητάμπουρας με πλησιάζει και μου ζητά να τον πάω κάπου. Ο αλητάκος μασάει τσίχλα, έχει το ένα του χέρι πάνω στους όρχεις του και, καθώς μου μιλά, εκσφενδονίζει σάλια από δω κι από εκεί. Του απαντώ πως δε μας παίρνει και τους δύο κι αυτός αρχίζει κάποιες αόριστες ικεσίες αναμεμιγμένες με βρισίδια. Του λέω "εντάξει!" κι ο μικρός σαλτάρει πρώτος στη μηχανή. Προσπαθώ ν' ανεβώ κι εγώ και ξαφνικά μου φαίνεται πολύ ψηλή για το μπόι μου. Έπειτα από πολλές κι επίπονες προσπάθειες, τα καταφέρνω, και κάθομαι στη σέλα λαχανιασμένος. Βάζω μπροστά κι ο ξερός, τραχύς ήχος μετριάζει κάπως την κούρασή μου. Ξεκινώ δειλά δειλά και, με την άκρη του ματιού μου, βλέπω ότι ο μικρός πίσω μου δεν κρατιέται από πουθενά. Επιταχύνω απότομα αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα και σηκώνω την enduro σούζα, ώσπου ξάφνου μου φαίνεται πιο ελαφριά. Ο αλητάκος ακόμη κάνει σβούρες στο δρόμο αφήνοντας κόκκινα σημάδια πάνω στην άσφαλτο όταν γυρίζω να κοιτάξω πίσω μου χαχανίζοντας. Η φευγαλέα ματιά που ρίχνω στο καθρεφτάκι γυρίζοντας μου αποκαλύπτει τη φάτσα ενός ακόμη αλητήριου, πολύ πιο προκλητικού από αυτόν που σε λίγο δεν θα έχει πια φάτσα...

Αμέσως βρίσκομαι καθισμένος στον τόπο για τον οποίο ξεκίνησα : Ένα κυριλάτο cafe-bar, γυαλί και άνετοι καναπέδες παντού κι εγώ, έχοντας αλλάξει ρούχα--και φάτσα--κάθομαι δίπλα στον Geo, που καπνίζει ένα ευωδιαστό τσιγάρο και πίνει κάτι στο χρώμα του χαλκού. Εγώ έχω στα χείλη μου τη γεύση του δεκαπενταετούς blended που λαμπυρίζει μέσα σ' ένα χαμηλό χλιδάτο ποτήρι μπροστά μου. Με το που βλέπω το βλέμμα και το αμυδρό χαμόγελο του Geo, καταλαβαίνω ότι αυτοί που περιμέναμε έφτασαν : Ο Tom με τη νέα του κατάκτηση : Ένα κορίτσι ψηλό, αδύνατο--ίσως περισσότερο απ' το κανονικό--με κατάλευκη μαρμάρινη επιδερμίδα και κόκκινα, μακριά μαλλιά που κατηφορίζουν στην πλάτη της κι εκπέμπουν αποχρώσεις ίδιες με το ποτό του Geo...Ένας άγγελος...Ο Tom μας χαιρετά εγκάρδια και μας συστήνει το αγγελικό πλάσμα, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει. Αυτή λέει μόνον ένα "γεια!" και κάθεται αμήχανα και φρόνιμα πλάι του. Ο Geo αρχίζει με το συνηθισμένο του πομπώδη λόγο να εξηγεί την ιδέα του...Επάνω στο χαμηλό τραπέζι αρχίζει να αχνοφαίνεται ένα πολύχρωμο ολόγραμμα που, όσο περνάει η ώρα, ζωντανεύει : Ο πύργος! Έξι σώματα φιδιών σχηματίζουν το κτίριο. Μπλεγμένα σε περίτεχνους κόμπους στη βάση, σχηματίζουν εντυπωσιακά μπαλκόνια, πολεμίστρες, διάφορες άλλες λεπτομέρειες. Οι λαιμοί τους υψώνονται και καταλήγουν σε έξι κεφάλια, με στόματα να χάσκουν ανοιχτά, αποκαλύπτοντας μυτερά δηλητηριώδη δόντια και ζωντανές διχαλωτές γλώσσες, τα οποία στην κορυφή διατάσσονται σ' ένα περίεργο γεωμετρικό σχήμα. Ο Tom φαίνεται σαστισμένος και ανήσυχος. Ο Geo δεν έχει τελειώσει όμως...Το κεφάλι του αρχίζει να γεννά νέες ιδέες και καθώς τις εκστομίζει, νέα σώματα φιδιών ξεφυτρώνουν από την ασφυκτικά μπλεγμένη βάση, κεφάλια μοχθηρά με γλώσσες που πάλλονται σαν τρελές τεντώνονται για να φθάσουν τα έξι αδέλφια τους εκεί ψηλά. Ο Tom τα' χει παίξει! Έχει το στόμα του ανοιχτό και η γλώσσα του κρέμεται απ' έξω σαν παράλυτη, μη θυμίζοντας σε τίποτα τη ζωτικότητα των φιδίσιων γλωσσών. Το αγγελικό πλάσμα δεν πάει κι αυτό πίσω : Το πρόσωπό της βρίσκεται σε μεγάλη ένταση, τα μάτια της ακτινοβολούν μια μοχθηρία ισάξια εκείνης των ερπετών που σφυρίζουν μπροστά της. Το ένα της χέρι έχει μπει μέσα από το πανάκριβο φόρεμά της και χουφτώνει με δύναμη το αριστερό μικρό της στήθος και το άλλο είναι απασχολημένο με το να χαϊδεύει το καβάλο του Tom, ο οποίος όμως δεν αντιδρά στο βρώμικο κάλεσμα. Ο άγγελος έχει μετατραπεί σε δαίμονα! Ο κόσμος γύρω μας έχει εξαφανιστεί και ξάφνου νιώθω κι εγώ απών...παρακολουθώ μόνο τη σκηνή αμέτοχος...Ο Geo αρπάζει βίαια τον κοκκινομάλλη δαίμονα, τον φέρνει κοντά του, κατεβάζει το φόρεμά της κι αρχίζει να βιάζει με όλη του τη δύναμη το κατάλευκο γυμνό κορμί της, ενώ το κορίτσι αφήνει απελπισμένα ουρλιαχτά που δεν μπορώ να καταλάβω αν δηλώνουν πόνο, φόβο ή ηδονή...Ο Tom απλά κοιτάζει με άδεια μάτια, τα μαλλιά του έχουν ξαφνικά γίνει λευκά, κάποια φίδια έχουν τυλιχτεί στο λαιμό του και τον πνίγουν ενώ άλλα δαγκώνουν με μανία την πλάτη του κοριτσιού, που σπαράζει μέσα στα χέρια του Geo. Τα ουρλιαχτά της ολοένα και σβήνουν καθώς τα καλύπτουν να αυξανόμενα σε ένταση σφυρίγματα των φιδιών και η φωνή του Geo που, μη δίνοντας καμία σημασία στο πλάσμα που κρατά, φωνάζει : "Αυτή είναι η δίκη μου ομορφιά, Tom...Σ' αρέσει; Σήμερα σου διδάσκω τη δική μου ομορφιά!" Η φωνή του φίλου μου μετατρέπεται σιγά σιγά σ' ένα ενοχλητικό βουητό καθώς το γκρίζο ημίφως εισβάλλει μέσα απ' την κουρτίνα των βλεφάρων μου...

Πολιτισμός


Ναι...Να ‘μαι και πάλι...Γεια...

Πολιτισμός σου λέει ο άλλος! Κάθεσαι στην ωραία σου καρεκλίτσα και έχεις τον κόσμο ολόκληρο στα μάτια σου, στ’ αυτιά σου, μπροστά σου, να ξεδιπλώνεται, να γελά, να κλαίει, να χαίρεται και να λυπάται, να γεννιέται και να πεθαίνει κι εσύ, με τον πισινό σου αναπαυτικά καθισμένο στην ανατομική σούπερ ντούπερ προαναφερθείσα καρεκλίτσα τον παρατηρείς σε μια κατάσταση ημικαταπληξίας. Το στόμα σου καμιά φορά χάσκει ανοιχτό, τα βλέφαρα παίζουν, αλλά εσύ εκεί, παρακολουθείς το θαύμα μπροστά στα μάτια σου, το θαύμα στο οποίο όλοι σε θέλουν πρωταγωνιστή, αλλά εσύ παραμένεις ακόμη κομπάρσος, αλλά πού θα πάει, σε περιμένει μια μέρα το χειροκρότημα του φιλοθεάμονος κοινού για να σε κουφάνει, είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό, μάγκα μου, τόσο σίγουρος που δεν δίνεις σημασία στο μούδιασμα που απλώνεται σιγά σιγά στον πισινό σου κι ας ήταν η καρεκλίτσα σου σούπερ ντούπερ ανατομική κι ας την πλήρωσες δεν ξέρω κι εγώ πόσο.

Όλα κοντά και όλα μακριά...

Πολιτισμός σου λέει ο άλλος...Επικοινωνία! Επικοινωνιακός!!! (Μπλιαχ!!!)...Κοινωνία της πληροφορίας...Μονδέρνες, high tech, σοβαρές, "τεχνοκρατικές", αστείες λέξεις, που τις έμαθες, στις μάθανε, θα τις μάθεις κι εσύ σε άλλους, είναι ωραίες στο άκουσμα και γεμίζουν το στόμα σου καθώς τις προφέρεις, άσχετα αν δεν έχεις ιδέα τί σημαίνουν, δεν έχεις ιδέα ποιοι τύποι κινούν τα γρανάζια εκεί πίσω για να έχεις κι εσύ τον πρωταγωνιστικό ρόλο που όλοι σου τάζουν.

Όλα κοντινά και όλα μακρινά...

Πολιτισμός «σω» λέει...Κλικ και ντάιαλ το νάμπερ με τα πολλά ψηφία...This call is for free, «σω» λέει...Μά’ιστα...Παράσιτα μηδέν...Ήχος καμπάνα...Θαύμα, θαύμα, χριστιανοί! Συνέβη κι αυτό σήμερις! Αναπάντεχα! Έτσι δε συμβαίνουν τα θαύματα άλλωστε; Παράτα τώρα το «θαύμα» του κόσμου, μάγκα, κι αφέσου στο original αυτό θαυματάκι. Άκου τη φωνούλα εκείνη στο ακουστικό...Κάτι σου λέει, βρε και θα το χάσεις...Κάτι ψιθυρίζει για ιδανικούς κόσμους, για ιδανικά σύμπαντα! Τον λατρεύεις τον ήχο της κι ας διαφωνείς με το σκεπτικό...Αλλά έτσι ήσουν πάντα...Ανικανοποίητος...Πάντα ήσουν ο τύπος του «υπάρχουν και καλύτερα» όταν γνωρίζεις ότι υπάρχουν και πολύ χειρότερα. Θα μάθεις να λατρεύεις και το σκεπτικό όσο κι αν μας το παίζεις τώρα σκληρό καρύδι! Η φωνούλα κάτι ξέρει!...Αφέσου τώρα στη μουσική της και πάψε να μας τα πρήζεις...Χάνεις το θαύμα το πραγματικό, το ολοζώντανο κι αυτό δεν συγχωρείται, μάγκα. Η γκρίνια σου σταματά εδώ!

Καμιά φορά τα μακρινά είναι κι ευλογημένα.

Σήμερα έμαθα ότι η πληρότητα είναι εύθραστη...Θα κοιμηθώ πλήρης...γι’ απόψε...

Δευτέρα, Μαΐου 08, 2006

Μια παιδική ευχή



Δεν είναι σπάνιο να φοβάται ένα παιδί. Ο φόβος είναι άλλωστε το εντυπωσιακό εκείνο περιτύλιγμα της μυθοποίησης που διαπερνά τα πάντα στη ζωή του. Για το μικρό Ανδρέα όμως το αντικείμενο του φόβου ήταν αν μη τι άλλο πρωτότυπο : Η αιώνια ζωή! Ο τρόμος της αιώνιας ζωής τον καταδυνάστευε από την πιο τρυφερή του ηλικία, του στερούσε αμέτρητες ώρες ύπνου, προκαλούσε όλα εκείνα τα ατελείωτα πήγαινε-έλα στο δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά, που κατέληγαν είτε στο σύνηθες κατσάδιασμα ή κάποιες φορές—ω τι ευτυχία—στην απόκτηση της πολυπόθητης θέσης στο μεγάλο κρεβάτι. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί αυτή η θέση του εξασφάλιζε ηρεμία για το υπόλοιπο της νύχτας. Ίσως μ' αυτόν τον τρόπο η αιωνιότητα που προσπαθούσε να στιβάξει στο κεφαλάκι του και του προκαλούσε ίλιγγο, συρρικνωνόταν, κι έπαυε έτσι να εμπνέει το μεταφυσικό της δέος.

Πόσα βράδια δεν είχε περάσει ο Ανδρέας κάνοντας αυτόν τον αλλόκοτο υπολογισμό, προσπαθώντας να μετρήσει πόσο κρατά η αιωνιότητα! ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ. Δυο λέξεις που δεν ήθελε, δε ζήτησε να μάθει και του τις μάθανε με το ζόρι, μιλώντας του για θεούς και δαίμονες. «Κι ο Θεός θα νικήσει τον πονηρό Διάβολο, και θα χαρίσει σε όλους μας ζωή αιώνια. Αμήν!» Γιατί να μην μπορεί κι αυτός όπως όλοι οι άλλοι να δεχτεί αδιαμαρτύρητα αυτό το θείο δώρο; Τι κέρδισε με το να το αμφισβητήσει; Διέπραξε την ιεροσυλία και στοίχειωσε τα όνειρά του για το υπόλοιπο του βίου του. Την ιεροσυλία του να κάνει μια αθώα παιδική ευχή : Να μην υπήρχε ούτε Θεός, ούτε Διάβολος, να ήταν όλα αυτά παραμυθάκια για μικρά κι ανόητα παιδιά σαν και του λόγου του, να 'ταν η Αιώνια Ζωή μια φάρσα που κάποιοι σκάρωσαν πριν πολλά πολλά χρόνια και που σήμερα του κόσμου οι αφελείς πιστεύουν και προσδοκούνε σ’ αυτή. Αυτή ήταν η ευχή του Ανδρέα, που δεν τολμούσε σε κανέναν να εκμυστηρευτεί από φόβο μήπως και τον περιγελάσουν ή τον μαλώσουν. Όσο όμως επιμελώς κι αν την έκρυβε, την κρατούσε μέσα του ζωντανή, ένας πολύτιμος λίθος μόνο για τα μάτια της παιδικής του ψυχής. Κι όποτε τα πράγματα δυσκόλευαν και χανόταν στους λαβυρίνθους των σκοτεινών νυχτερινών του υπολογισμών, εκεί έστρεφε το νου του, εκεί, στο δικό του μοναδικό διαμάντι, στην ευχή του, κι έβρισκε μια προσωρινή κι εύθραστη, αλλά πάντα γλυκιά γαλήνη.

Ένα απ' τα βράδια που ο Μορφέας τον βρήκε με το μυαλό του καλά γαντζωμένο στην πολύτιμη ευχή του, ο Ανδρέας είδε ένα παράξενο όνειρο : Είδε ότι αυτός και δυο φίλοι του ακολουθούσαν γεμάτοι γνήσια παιδική περιέργεια ένα μικρό ρυάκι που κυλούσε με θόρυβο προς τη σκοτεινή καρδιά ενός δάσους. Πουλιά ή άλλα ζώα δεν υπήρχαν εκεί γύρω ή κι αν υπήρχαν δεν μπορούσε ν' ακούσει τις φωνές τους...Μόνον το ποταμάκι ακουγόταν, ο χαρωπός αυτός ήχος του νερού καθώς χτυπούσε πάνω σε πέτρες γεμάτες βρύα, καθώς σχημάτιζε μικρούς καταράκτες και δίνες που στριφογύριζαν για λίγο εύθυμα και μετά παρασύρονταν και χάνονταν μέσα στο ρεύμα. Οι τρεις φίλοι συνέχιζαν το τρεχαλητό τους δίπλα στο ρυάκι, το οποίο, όσο βαθύτερα χωνόταν μέσα στο δάσος, τόσο πιο πλατιά γινόταν η κοίτη του. Χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιήσουν, τα τρία αγόρια βρέθηκαν σε λίγο να τρέχουν δίπλα σ' ένα ορμητικό και πλατύ ποτάμι. Ξαφνικά, έγιναν όλα πιο φωτεινά και τα παιδιά αντίκρισαν ένα γιγαντιαίο ξέφωτο, που κοβόταν στα δύο απ' το μεγάλο ποτάμι. Στο βάθος του ξέφωτου, η ροή του ποταμού διακοπτόταν από ένα τεράστιο, τεχνητό φράγμα και σχηματιζόταν έτσι μια μεγάλη, ασημένια στην όψη λίμνη. Οι τρεις φίλοι σταμάτησαν να τρέχουν και στάθηκαν λιγάκι να ξαποστάσουν, κοιτάζοντας λαχανιασμένοι το επιβλητικό θέαμα. Μια εικόνα πλήρους ακινησίας...Η επιφάνεια της λίμνης που έμοιαζε με γυαλί, η αυστηρή κορμοστασιά του φράγματος πίσω της, ο πεντακάθαρος γαλανός ουρανός με τον ήλιο σαν καρφιτσωμένο επάνω του.

Την επόμενη στιγμή, ο Ανδρέας ένιωσε στο πρόσωπό του έναν δυνατό άνεμο και ξάφνου κατάλαβε ότι βρισκόταν μόνος του επάνω στο φράγμα. Σάστισε όταν είδε πόσο ψηλά βρισκόταν. Κοίταξε προς την πλευρά της λίμνης και μισόκλεισε τα μάτια του γιατί ο δυνατός αέρας τον ενοχλούσε. Είδε τους φίλους του, μικρούς σαν μυρμήγκια, να του γνέφουν από μακριά, να του φωνάζουν, αλλά δεν μπορούσε ν' ακούσει τίποτα. Το σφύριγμα του ανέμου στ' αυτιά του και η απόσταση δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Ο Ανδρέας ένιωσε κάτι σαν δόνηση να έρχεται κάτω απ' τα πόδια του. Του φάνηκε πως το φράγμα κινήθηκε. Ένας ανατριχιαστικός θόρυβος έσκισε την ατμόσφαιρα και σκέπασε ακόμη και το ουρλιαχτό του ανέμου. Το φράγμα, αργά αλλά σταθερά, άρχισε να υψώνεται! Ο Ανδρέας πανικοβλήθηκε! Το φράγμα επιτάχυνε την ανοδό του κι ο Ανδρέας ένιωσε να τον διαπερνά το κενό της απότομης ανόδου...Ο τρόμος τον είχε παραλύσει...Στεκόταν όρθιος, χωρίς να τολμά να κάνει την παραμικρή κίνηση κι έβλεπε τη στάθμη της λίμνης να απομακρύνεται κάτω απ' τα πόδια του, έβλεπε τους φίλους του να γίνονται ολοένα και πιο μικροί και τέλος να χάνονται απ' το οπτικό του πεδίο. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά ήχος δεν μπορούσε να βγει απ' το στόμα του, ενώ ο άνεμος δυνάμωνε όσο το φράγμα κέρδιζε ύψος και δυσκόλευε την αναπνοή του. Όσο πιο ψηλά ανέβαινε, τόσο αύξανε την ταχύτητά του το φράγμα. Ο Ανδρέας έμεινε εντελώς ακίνητος κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.

Τ' άνοιξε μόνον όταν ένιωσε πως το φράγμα είχε σταματήσει πια να ανεβαίνει. Φοβόταν βέβαια γι' αυτό που θ' αντίκριζε, αλλά η περιέργειά του ήταν γραφτό να επικρατήσει τελικά. Τα βλέφαρά του κύλισαν αργά πάνω στους βολβούς και του αποκάλυψαν μια πανέμορφη και συνάμα τρομερή εικόνα : Το φράγμα δεν υπήρχε πια. Τα πόδια του πατούσαν πάνω σ' έναν πέτρινο στύλο που ίσα ίσα τον χωρούσε. Μπροστά του, γύρω του, πάνω του το εκτυφλωτικό γαλάζιο του ουρανού. Το ουρλιαχτό του ανέμου είχε σταματήσει και κανένας άλλος ήχος δεν ακουγόταν. Ο Ανδρέας αποφάσισε να κοιτάξει προς τα κάτω : Η γη φαινόταν χιλιόμετρα μακριά, μια πρασινογάλαζη ιριδίζουσα αχλή. Μέσα στ' όνειρό του, ο Ανδρέας ούρλιαξε απ' τον τρόμο, η φωνή του όμως για άλλη μια φορά δεν ακούστηκε...Θαρρείς και σ' αυτό το μέρος η ίδια η ατμόσφαιρα απορροφούσε τους ήχους πριν καν γεννηθούν. Κι ένιωθε μόνος...Τόσο απελπιστικά μόνος όσο δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή του. Κι αδύναμος. Και δυστυχισμένος.

"Δεν μπορεί παρά έτσι να 'ναι η αιώνια ζωή", σκέφτηκε μες στ' όνειρό του. "Μόνος πάνω σ' έναν πέτρινο στύλο...Εντελώς μόνος, χωρίς ούτε τον ήχο της φωνής μου για συντροφιά...Για πάντα!". Ο γνώριμος ίλιγγος επέστρεφε. Ένιωθε το στύλο να ταλαντεύεται...Τα πόδια του να λυγίζουν. Και τότε θυμήθηκε την ευχή του, το μαγικό διαμάντι του που τον είχε σώσει τόσες και τόσες φορές. Η σκέψη του στράφηκε σ' αυτή μονομιάς. Ξανάκλεισε τα μάτια του...Πιο σφιχτά αυτή τη φορά...Ψέλισε : "Δεν υπάρχει Θεός!"...κι αυτή τη φορά μπόρεσε ν' ακούσει την αδύναμη φωνή του...Μια ισχυρή δόνηση διαπέρασε το στύλο...Πιο δυνατά αυτή τη φορά : "Δεν υπάρχει Διάβολος!"...Η φωνή του ακούστηκε στιβαρή, σαν ενήλικα...Ο στύλος έγειρε και τραντάχτηκε επικίνδυνα...Πήρε μια βαθιά ανάσα...και φώναξε : "Δεν υπάρχει Αιώνια Ζωή!!!"...Μ' έναν τρομακτικό ήχο ο πέτρινος στύλος έγινε χίλια κομμάτια...Ο Ανδρέας άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε καθώς τον κατάπινε το γαλάζιο κενό...Είχε κόψει τα δεσμά της αιωνιότητας...

...τα δεσμά που κάποιοι θα προσπαθούσαν μάταια να του ξαναβάλουν ψέλνοντάς του ακατανόητα ξόρκια ("Ο θάνατός Σου Κύριε αθανασίας γέγονε πρόξενος"), καθώς ο Ανδρέας αναπαυόταν μέσα στο λευκό του φέρετρο...Εξακολουθούσε να χαμογελάει...


Κυριακή, Μαΐου 07, 2006

Φωνές

(Μπας και ξορκίσουμε τη μαύρη τούτη Κυριακή)





Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρα μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας --
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.



___________________________________________________




Κι όμως ήμουν τόσο κοντά! Τόσο κοντά στο κρεβάτι του πόνου, όπου έλιωνε λεπτό με το λεπτό η αγαπημένη Βασιλική, στο κρεβάτι αυτό, που τα μάτια μου ποτέ δεν αντίκρισαν και τα χέρια μου ποτέ δεν άγγιξαν το ψυχρό μέταλλο πίσω απ' το προσκέφαλό της. Θα μπορούσε να 'ναι μάνα μου. Πόσο κοντά οι ιστορίες τους με τη φυσική μου μάνα, πόσο κοινές οι πορείες τους σε χώρο, σε χρόνο! Κι όμως, κάποιο κοσμικό ζάρι χώρισε κάποτε τις γραμμές της ζωής τους, που συνάντησαν και πάλι η μια την άλλη τότε, λίγο μόλις πριν το οδυνηρό τέλος.

Επιστρέφω στην πανέμορφη κι ετοιμοθάνατη, χωρίς να το 'ξερε, ίσως μόνο να το διαισθανόταν, Βασιλική, που με θαυμαστή καρτερικότητα υπέμενε τα νέα μαρτύρια που σκαρφίζονταν κάποιοι, άγνωστοι σ' αυτή, για να γιατρέψουν τάχα το άρρωστο κορμί της, για να μάθουν, να βεβαιωθούν για το πόσο σφιχτά την είχε αγκαλιάσει ο θάνατος, για να της προσφέρουν τάχα συμπόνοια, ασφάλεια, ανακούφιση. Δεν ήξεραν δα οι δύσμοιροι ότι η Βασιλική με το θάνατο ήταν παλιοί γνώριμοι, ότι η Βασιλική είχε μάθει να υπομένει χειρότερα μαρτύρια από δαύτα, ότι ζούσε από πολύ μικρή με την προσμονή ενός άδοξου και ίσως μαρτυρικού τέλους. Η στωικότητά της είχε καταπλήξει τους πάντες...Αλλά εγώ γνώριζα...Εγώ, ο παρολίγον γιος της...

Τις ίδιες στιγμές που η Βασιλική υπέμενε τα πάθη της, εγώ, σε μία προσπάθεια ανάληψης των ευθυνών που είχα ο ίδιος αναθέσει στον εαυτό μου, δεν έχανα στιγμή από τα μάτια μου Εκείνη, που τόσο της έμοιαζε. Θυμάμαι, σαν να 'ταν τώρα, εκείνες τις ατέλειωτες νυχτερινές ώρες στο τιμόνι για να βρίσκομαι κάθε μέρα μαζί Της. Θυμάμαι πως κουνούσα το κεφάλι μου για να αποδιώξω τις μαύρες σκέψεις που με πλημμύριζαν και πως τελικά τις άφηνα να εισβάλλουν γιατί μόνον αυτές θα μπορούσαν να κρατήσουν το νου μου συγκεντρωμένο στο δρόμο, γιατί διαφορετικά τα μάτια μου θα 'κλειναν σ' έναν ύπνο που θα 'ταν αιώνιος αν του επέτρεπα να με αγκαλιάσει. Θυμάμαι Εκείνη να κλαίει στην αγκαλιά μου και κάθε Της λυγμός να με κάνει να αισθάνομαι όλο και πιο αδύναμος, όλο και πιο μικρός μπροστά στο Μέγα και Τραγικό γεγονός του θανάτου. Του θανάτου, που μπορεί να μην ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα κοντά μου, αλλά ήταν σίγουρα η πρώτη που αντίκριζα το παγωμένο του χαμόγελο, που συνειδητοποιούσα το μεγαλείο του.

Καμιά απ' όλες αυτές τις βραδιές, τις γεμάτες από δάκρυα και πόνο, δε ζήτησα να δω τη Βασιλική. Εφεύρισκα με περισσή ευκολία τόσες και τόσες ανόητες δικαιολογίες για να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν πρέπει, δεν είναι σωστό να τη δω. Το 'ξερα ότι καμιά απ' αυτές δεν ίσχυε. Το 'ξερα ότι μπρος στο Μέγα Γεγονός όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν τόσο γελοία, τόσο ταπεινά, τόσο ανούσια. Η αλήθεια είναι ότι ακόμη δεν έχω απαντήσει στο αμείλικτο "Γιατί;". Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ο φερετζές της δικής μου δειλίας. Δείλιασα, τ' ομολογώ, δείλιασα να κοιτάξω τη Βασιλική στα μάτια, να της προσφέρω έστω λίγη από τη συμπόνοια που πρόσφερα στην Άλλη, να τη δω, έτσι απλά, σα Μάνα.

Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα, λένε, από το να χρωστάς σ' ένα νεκρό, ειδικά όταν τα χρωστούμενα είναι λόγια που έπρεπε να πεις και δεν τα είπες. Ο θάνατος της Βασιλικής, αν και τον περιμέναμε, ήλθε ξαφνικά και μας βύθισε όλους σ' ένα βουβό και πρωτόγνωρο πένθος. Τσακίστηκα κι έτρεξα δίπλα Της και η σκηνή του ανταμώματος, αυτής της πρώτης μας συνάτησης "Μετά" έχει μείνει καρφωμένη στο μυαλό μου...Ήταν η στιγμή που τα πάντα είχαν ήδη αλλάξει...Τίποτα πλέον δε θα ήταν όπως πριν και το ήξερα κι εγώ κι Εκείνη...: Χύθηκε χωρίς δισταγμό μέσα στην αγκαλιά μου κι ολόκληρη η νύχτα πέρασε με μένα να σκουπίζω τα δάκρυά Της κι Αυτή τα δικά μου...Γύρω μας κόσμος, τεθλιμμένοι συγγενείς, αλλά εκείνες τις στιγμές, εμείς ήμασταν το κέντρο του κόσμου...Τίποτε άλλο πέρα από τη σφιχτή εκείνη αγκαλιά δεν υπήρχε...Μόνον εμείς! Μια νύχτα, όπου οι λέξεις είχαν χάσει το νόημά τους και το μόνο που είχε πια σημασία ήταν οι αδιάκοποι λυγμοί, οι συσπάσεις του προσώπου Της και τα τινάγματα του κεφαλιού Της πάνω στο στήθος μου. Κάθε λυγμός, κάθε τίναγμα και μια νέα μαχαιριά μέσα μου. Την ίδια τη Βασιλική στο νεκροκρέβατό της δεν τόλμησα ούτε καν να την πλησιάσω...Ήμουν για άλλη μια φορά...λίγος!

Το μεγάλο χτύπημα μου το έδωσε Αυτή, κάποιες βδομάδες μετά, όταν, δεν ξέρω αν από αφέλεια, από κάποια απροσδιόριστη εκδικητική μανία ή από απλό ενδιαφέρον μου είπε ότι η Βασιλική, εκείνες τις τελευταίες ώρες της, ζήτησε να με δει. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά εξέφρασε και την απορία της για την αξιοπρόσεκτη απουσία μου τόσο καιρό. Και μόνο στο άκουσμα αυτού ένιωσα τον κόσμο να καταρρέει και για άλλη μία φορά αισθάνθηκα ζεστά δάκρυα να κυλούν πάνω στα μάγουλά μου, σ' ένα βουβό κλάμα που τόσο πολύ είχα συνηθίσει εκείνο τον καιρό. Δεν θυμάμαι να μπόρεσα να αρθρώσω λέξεις...Να πω τι άλλωστε; Να δικαιολογηθώ; Να ζητήσω συγχώρεση; Από ποιον; Δεν χρειαζόμουνα τις διαβεβαιώσεις Της ότι η Βασιλική μόνον καλοπροαίρετα θα μπορούσε να είχε πει ό,τι είπε...Το 'ξερα! Το γεγονός αυτό όμως δεν μείωσε ούτε στο ελάχιστο το προσωπικό μου δράμα...Τις αδηφάγες τύψεις που σχημάτιζαν εκείνον τον ανυπόφορο κόμπο στο λαιμό μου, που δυσκόλευε την αναπνοή μου την ίδια. Σκεφτόμουν και ξανασκεφτόμουν εκείνες τις δραματικές ημέρες και νύχτες, εκείνα τα αδιάκοπα ταξίδια μου μέσα σε σκοτεινές εθνικές οδούς, με το άγχος να προλάβω, να γίνουν όλα εγκαίρως και δεν μπορούσα να καταλάβω πως άφησα το σπουδαιότερο να μου ξεφύγει. Αλλά ναι, τότε ήταν που αναδύθηκαν από τη μνήμη μου όλες μου οι υπεκφυγές και οι φτηνές δικαιολογίες. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πόσο πολύ δειλός ήμουν...Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πόσα πολλά χρωστούσα στη νεκρή πλέον "Μάνα", πράγματα που δεν θα μπορούσα ποτέ να της ξεπληρώσω γιατί αυτή είχε φύγει για πάντα. Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκα αιώνια αφοσίωση στο λατρεμένο πρόσωπο που της έμοιαζε τόσο πολύ...Σ' Εκείνη...Αυτό ίσως να 'ταν και το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου....

Αλλά αυτό είναι ένα άλλο παραμυθάκι...

Παρασκευή, Μαΐου 05, 2006

Η χωμάτινη πολιτεία


Είναι πραγματικά εκπληκτικό πως ένα τόσο αδύναμο τιτίβισμα μπόρεσε να τραβήξει την προσοχή του μικρού Γιαννάκη που, με το μυαλό του να ταξιδεύει στις μυθικές πολιτείες της παιδικής του φαντασίας, συνέχιζε απορροφημένος το παιχνίδι του με τα χώματα στην αυλή του μικρού χωριατόσπιτου που περνούσε τις διακοπές του μαζί με τον παππού και τη γιαγιά. Ολόκληρο το καλοκαίρι του το είχε αφιερώσει στο χτίσιμο της πόλης των ονείρων του στην αυλή, της χωμάτινης πολιτείας. Τα παιχνίδια του, μια σειρά πλαστικών εργαλείων για παιδιά ήταν άτακτα αραδιασμένα μπροστά του, όλα τους όμως έμοιαζαν καινούργια μια και ο Γιαννάκης προτιμούσε να χρησιμοποιεί τα ίδια του τα χέρια για να χτίζει τη χωμάτινη πολιτεία του, να πλάθει τους ήρωες και τα έπη του. Τι κι αν η γιαγιά το βράδυ θα του ‘κανε τη ζωή δύσκολη με τις φωνές της; Ο Γιαννάκης δεν μπορούσε με τίποτα να θυσιάσει αυτή του την άμεση επαφή με το βασίλειό του, με τους υπηκόους του, κανένα πλαστικό εργαλείο δεν θα ‘μπαινε ανάμεσα σ’ αυτόν και στα έργα του. Σ’ αυτό το βασίλειο, ο Γιαννάκης ήταν κάτι παραπάνω από βασιλιάς…Ήταν θεός!

Το τιτίβισμα θα πρέπει να συνεχιζόταν για αρκετή ώρα προτού ο Γιαννάκης εστιάσει την ακοή του επάνω του, σπαρακτικό, αλλά ανίσχυρο, σαν κλάμα άρρωστου μωρού ανάμεσα στις βροντερές φωνές των υπόλοιπων πτηνών και των τζιτζικιών που έσκιζαν αυτό το καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. Έμοιαζε να ‘ρχεται πίσω από ένα θάμνο, τέσσερα-πέντε μέτρα μακρύτερα απ’ το χωμάτινο βασίλειο του μικρού παιδιού. Ο Γιαννάκης έσυρε το βλέμμα του πάνω στο θάμνο κι έπειτα, γεμάτος περιέργεια, προχώρησε προς τα εκεί. Και το είδε : ένα μικρό πουλί πάλευε, μπλεγμένο στα πυκνά κλαδάκια του θάμνου. Ο Γιαννάκης πρόσεξε ότι κουνούσε μόνο τη μια του φτερούγα. Πλησίασε κι άλλο. Το πουλάκι δυνάμωσε τα τιτιβίσματά του και οι κινήσεις του γίνανε πιο απότομες. Ο Γιαννάκης έσκυψε και το πήρε στα χέρια του κι αυτό ξαφνικά έμεινε ακίνητο. Η μια του φτερούγα έγερνε στο πλάι σπασμένη, σχεδόν νεκρή. Ο Γιαννάκης ένιωθε την καρδιά του μικρού πουλιού να χτυπά σαν τρελή μέσα στο χέρι του. Τα μάτια τους συναντήθηκαν...Τα παιδικά μάτια του Γιαννάκη με τα μαύρα, γυαλιστερά μάτια του πουλιού. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο ρυθμικά.

Κρατώντας το πουλάκι στο ένα του χέρι, ο Γιαννάκης κατευθύνθηκε στην αποθήκη του χωριατόσπιτου. Η αποθήκη χρησίμευε εκτός των άλλων και ως χωματερή για πάρα πολλά, άχρηστα για τον κόσμο των μεγάλων, πράγματα, τα οποία όμως για ένα παιδί θεωρούνται μικροί θησαυροί. Ο Γιαννάκης ήξερε ακριβώς τι έψαχνε και δεν άργησε να το βρει, παρά το χάος που επικρατούσε στην αποθήκη : Ένα μικρό χαρτόκουτο, ικανό να γίνει το σπίτι του νέου του φίλου. Άδειασε το χαρτόκουτο απ’ το περιεχόμενό του—κάτι παλιές, σκουριασμένες βίδες—και τοποθέτησε προσεκτικά το πουλί μέσα του. Λύγισε ένα μικρό τενεκεδάκι σε σχήμα κυπέλλου, το γέμισε με νερό και το ‘βαλε κι αυτό μέσα. Όσο για τροφή, ο Γιαννάκης δεν ανησυχούσε : Μπορεί να μην είχε σπόρους, αλλά υπήρχαν άφθονες μύγες στην αυλή τις οποίες θα μπορούσε να σκοτώνει και να δίνει στο φίλο του. Να τον ταΐζει στο στόμα, όπως ακριβώς θα ‘κανε και η μαμά πουλάδα. Το πουλάκι είχε πάψει να τιτιβίζει. Μόνο κοίταζε γεμάτο περιέργεια και δέος, εξερευνώντας το νέο του σπιτικό.

Τις επόμενες μέρες ο Γιαννάκης παράτησε τα χώματα και τις πολιτείες του και βάλθηκε να μαζεύει μύγες και να τις δίνει στο πουλί. Του προκαλούσε αυτή η ασχολία μια γαργαλιστική αγαλλίαση! Η αίσθηση του να είναι ο θεός ενός ζωντανού πλάσματος, του να δίνει πίσω σ' αυτό τη ζωή που ένα παιχνίδι της μοίρας κόντεψε να του στερήσει ήταν πρωτόγνωρη και αναζωογονητική. Ήταν άλλο πράγμα βεβαίως οι υπήκοοι της χωμάτινης πολιτείας, τα πλάσματα εκείνα της φαντασίας του και άλλο, πολύ διαφορετικό, αυτό το πουλί με σάρκα και οστά, που μπορούσε να νιώσει την καρδιά του κρατώντας το. Διαφορετικό και αληθινό, όσο κανένας κάτοικος του μυθικού του βασιλείου δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι. Καμιά φορά το έπαιρνε στα χέρια του και το κοίταζε με τις ώρες στα μάτια, σκεπτόμενος πόσο εύκολο θα ήταν να του αφαιρέσει τη ζωή με μια μονάχα κίνηση. Όμως όχι, το να χαρίζει τη ζωή, το να τη βλέπει να επιστρέφει μέρα με τη μέρα στο σώμα του μικρού του φίλου του φαινόταν πολύ πιο όμορφο, πολύ πιο γενναίο. Κι αυτός έτσι έπρεπε να είναι, όντας ένας 10χρονος θεός...Όμορφος και γενναίος!

Ο Γιαννάκης γεμάτος αφοσίωση μάζευε μύγες για το γεύμα του πουλιού όταν είδε το φίλο του τον Παντελή να καταφθάνει, ένα συνομήλικο αγόρι που όμως έμοιαζε μικρότερο, κατάξανθο και φιλάσθενο στην όψη καθώς ήταν και που ήταν ο σύντροφος του Γιαννάκη στο παιχνίδι και βοηθός του στο χτίσιμο του χωμάτινου βασιλείου. Ο Παντελής πλησίασε γεμάτος περιέργεια το φίλο του και τον ρώτησε τι κάνει. Ο Γιαννάκης όλο περηφάνια του είπε για το πουλί και την αποστολή που είχε αναλάβει, να το κρατήσει στη ζωή. Έπειτα, αφού μάζεψε καμιά δεκαριά σκοτωμένες μύγες, οδήγησε τον Παντελή στην αποθήκη, όπου βρισκόταν το χαρτόκουτο με το πουλί. Με το που άνοιξε η πόρτα της αποθηκούλας και το φως του ήλιου εισέβαλλε, το πουλί κινήθηκε μέσα στο κουτί του, και τα πόδια του σύρθηκαν πάνω στο χαρτόνι. Τα μάτια του Παντελή πλανήθηκαν αδηφάγα πάνω στο μικρό πλάσμα. Ο Γιαννάκης στεκόταν όλο καμάρι δίπλα του. Έπιασε μια μύγα και μ' ένα βλέμμα όλο στοργή έσκυψε πάνω απ’ το κουτί και την τάισε στο πουλάκι. Γύρισε και τα μάτια του συνάντησαν το βλέμμα του Παντελή που παρακολουθούσε τη σκηνή με τα δικά του μάτια μισόκλειστα. Κάτι σ’ αυτό το βλέμμα φόβισε το Γιαννάκη, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν αυτό. Ο Παντελής, γεμάτος ανυπομονησία, τον προέτρεψε να συνεχίσουν το παιχνίδι τους στα χώματα. Ο Γιαννάκης δεν φάνηκε να συγκινείται...Έδωσε άλλη μια μύγα στο πουλί κι αυτό την κατάπιε λαίμαργα. Ο Παντελής άρχισε να τον τραβά απ’ το μανίκι. Ο Γιαννάκης γύρισε και έφτυσε θυμωμένα ένα ξερό «όχι!». Ο Παντελής, με τα μάτια του έτοιμα να βουρκώσουν, βγήκε τρέχοντας από την αποθήκη, κλείνοντας με μανία την πόρτα πίσω του.

Το επόμενο πρωί, ο Γιαννάκης αφού ήπιε το γάλα του, κατευθύνθηκε βιαστικά προς την αποθηκούλα για να δει το πουλάκι, όπως έκανε κάθε μέρα άλλωστε από τότε που το μικρό πλάσμα εισέβαλλε στη ζωή του. Σκεφτόταν πόσο πράγματι είχε αλλάξει η όψη του πουλιού τις περασμένες μέρες, πως η ζωή πράγματι επέστρεφε μέσα του, πως σε λίγες μέρες η φτερούγα του θα ήταν εντελώς καλά και θα μπορούσε να πετάξει ελεύθερο και πάλι στους ουρανούς. Στην αυλή του σπιτιού, ήδη τον περίμενε ο Παντελής για το πρωινό τους παιχνίδι, ο Γιαννάκης όμως τον αγνόησε επιδεικτικά γυρίζοντάς του την πλάτη και προσπερνώντας τον με ταχύτητα. Φτάνοντας στην αποθήκη, ανοιξε με θόρυβο την παλιά ξύλινη πόρτα, μπήκε μέσα και στάθηκε επάνω απ’ το κουτί. Το πουλάκι δεν κινήθηκε όπως συνήθως, αλλά στο μισόφωτο της αποθήκης ο Γιαννάκης μπόρεσε να διακρίνει κάτι να κινείται μέσα στο κουτί. Άναψε τη λάμπα κι έγειρε από πάνω για να δει καλύτερα.

Το πουλάκι κειτόταν ανάσκελα. Στην πραγματικότητα ο Γιαννάκης μπορούσε να διακρίνει μόνο τη φιγούρα του πουλιού...Ολόκληρο το μικρό του σώμα ήταν καλυμμένο από χιλιάδες σαρκοβόρα κόκκινα μυρμήγκια. Το μόνο μέρος που ήταν ακάλυπτο ήταν το κιτρινωπό ράμφος του πουλιού, που έχασκε ανοιχτό ενώ το πάνω μέρος του ήταν σπασμένο στα τρία κι από το στόμα του ξεχύνονταν ορδές μικρών κόκκινων πτωματοφάγων. Μεθοδικά και με αποφασιστικότητα, παρέλαυναν πάνω στο άψυχο σώμα του πουλιού, μικρές κόκκινες εργάτριες έκοβαν τη λεία τους γεμάτες ζήλο, ενώ ανάμεσά τους πηγαινοέρχονταν δίνοντας εντολές κάτι σαν φύλακες, με μεγαλύτερο κεφάλι και σιχαμερές δαγκάνες που κουνιόντουσαν ρυθμικά. Η γωνία του στόματος του πουλιού ήταν σκισμένη και γεμάτη ξεραμένο αίμα, που λίγο μόνον φαινόταν κάτω από το παλλόμενο πλήθος των μυρμηγκιών που είχαν στήσει σωστό γλέντι επάνω του. Γεμάτος φρίκη ο Γιαννάκης, σκούντηξε απότομα το κουτί, και ξάφνου, όλα μαζί τα μυρμήγκια, θαρρείς και χτύπησε μέσα τους ένας πρωτόγονος συναγερμός, άρχισαν να εγκαταλείπουν με ταχύτητα το κουφάρι προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Γιαννάκης έβγαλε μια κραυγή απελπισίας. Άρπαξε το πτώμα του πουλιού κι άρχισε να το κουνά βίαια, διώχνοντας από πάνω του όσα μυρμήγκια δεν είχαν προλάβει να το σκάσουν. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του καθώς συνέχιζε να στριγκλίζει. Το σπασμένο ράμφος του πουλιού έδειχνε ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για δολοφονία! Κάποιος μπήκε στην αποθήκη...Νύχτα...Και το ‘κανε! Σκότωσε το πουλάκι ψυχρά και χωρίς οίκτο. Μπόρεσε να αντέξει τον πόνο στα μάτια του, τα απελπισμένα τιτιβίσματά του. Η καρδιά του όμως δε λύγισε και συνέχισε μέχρι το τέλος. Ποιος μπορεί να το ‘κανε; Ποιος; Στο μυαλό του Γιαννάκη ξανάρθε η χθεσινή εικόνα : Τα μισόκλειστα μάτια του Παντελή την ώρα που έδινε τις μύγες στο πουλάκι. Εκείνα τα γεμάτα μίσος και ζήλια μάτια. Ζήλευε που δεν μπορούσε κι αυτός να γίνει, να νιώσει θεός...Τον μισούσε γι’ αυτό! Αυτό ήταν που φόβισε το Γιαννάκη όταν ήρθε αντιμέτωπος με το σκοτεινό εκείνο βλέμμα...Ο φθόνος του καλύτερού του φίλου...Τώρα μπορούσε να το καταλάβει...Τώρα ήξερε!

Με ζεστά δάκρυα να αυλακώνουν τα παιδικά του μάγουλα, ο Γιαννάκης κινήθηκε προς την αυλή του αγροτόσπιτου. Ο Παντελής δεν είχε φύγει, αλλά έπαιζε αμέριμνος, καθισμένος οκλαδόν και σκαλίζοντας ένα καινούργιο κατασκεύασμα στη χωμάτινη πολιτεία του φίλου του. Ο Γιαννάκης στάθηκε πίσω του και τον κοίταξε για λίγη ώρα...Όλα ήταν ξεκάθαρα πια...«Ο αισχρός αυτός δολοφόνος...Είχε το θράσος να έλθει ξανά μετά το έγκλημά του...Δεν θα περάσει έτσι αυτό! Απλά, δεν θα περάσει!». Ο Γιαννάκης κοίταξε τη σειρά των εργαλείων που κειτόταν μπροστά στα πόδια του...Ανάμεσα στα πλαστικά παιχνίδια φάνταζε το μοναδικό αληθινό εργαλείο, ένας παρείσακτος επισκέπτης από τον κόσμο των μεγάλων, το μεγάλο σφυρί του παππού του. Το σήκωσε με δυσκολία στα παιδικά του χέρια...

Ο Παντελής γύρισε ξαφνικά και είδε το φίλο του να στέκεται πίσω απ’ την πλάτη του κρατώντας το σφυρί. Χαμογέλασε πλατιά! «Άντε...και σε περίμενα», είπε και γύρισε στο παιχνίδι του με θέρμη. Δεν πρόλαβε να δει το Γιαννάκη να υψώνει το σφυρί όσο πιο ψηλά μπορούσε. Ούτε και άκουσε τον απαλό ήχο που αυτό έκανε σκίζοντας τον αέρα, καθώς έπεφτε με δύναμη πάνω στο κεφάλι του. Αλλά κι ο Γιαννάκης δεν μπόρεσε ν’ ακούσει τον ανατριχιαστικό ήχο που έκανε το κρανίο του Παντελή τη στιγμή που έσπαζε, καθώς τον σκέπασαν τα μανιασμένα ουρλιαχτά του («Δολοφόνε! Δολοφόνε!»). Ανέβασε και κατέβασε το σφυρί πολλές φορές, μέχρι που ζωηρό κόκκινο αίμα ανάβλυσε απ’ το κεφάλι του Παντελή και πότισε το χώμα, ξεχύθηκε σαν ποτάμι, γέμισε τους δρόμους της μυθικής χωμάτινης πολιτείας του κι έδωσε στα κτίριά της την πορφυρή του λάμψη. Το πρόσωπο του άψυχου Παντελή χώθηκε στο χώμα ενώ στο πίσω μέρος του κρανίου του έχασκε ανοιχτό, σαν στόμα τέρατος, ένα αηδιαστικό χάσμα. Ο Γιαννάκης ακούμπησε κάτω το σφυρί του παππού του και κοίταξε αδιάφορα για μια στιγμή το πτώμα του φίλου του, στρέφοντας έπειτα το βλέμμα του στο βασίλειό του. Ο ήλιος εμφανίστηκε πίσω από ένα μεγάλο σύννεφο που έτρεχε στον ουρανό κι έριξε λίγες ακτίνες πάνω στη χωμάτινη πολιτεία. Ο Γιαννάκης κοίταξε με θαυμασμό. Κοίταξε τις λεωφόρους της που είχαν γεμίσει με αίμα, κοίταξε τις πορφυρές πιτσιλιές στα κτίρια, κοίταξε αυτήν την κόκκινη παλλόμενη λίμνη που η επιφάνειά της αλλού άφριζε κι αλλού κυμάτιζε χαρωπά, γυαλοκοπώντας κάτω απ' τις αστραφτερές ακτίνες. Για πρώτη φορά ίσως, η μυθική του πόλη έμοιαζε ζωντανή.