Κυριακή, Αυγούστου 20, 2006

Aegri somnia

Πώς είναι δυνατόν να νιώθω αυτήν την απίστευτη γλύκα που ξεκινά απ’ τα λαγόνια και διαπερνά ολόκληρο το κορμί και την ίδια ακριβώς στιγμή να με κατακλύζει εκείνο το τρομερό κύμα πανικού, που όμοιό του φαντάζομαι βιώνει κανείς μόνο στις γνωστές και ως near-death-experiences; Κι όμως, έτσι ακριβώς—και ίσως μόνον κατά προσέγγιση μπορώ να το περιγράψω—νιώθω όποτε στην οθόνη του τηλεφώνου αναβοσβήνει, σχεδόν απειλητικά, το όνομα, που μια φορά κι έναν καιρό υπήρξε γενεσιουργός αιτία και κινητήριος δύναμη αυτού που είχα μάθει να αποκαλώ "ευτυχία".



Έτσι ακριβώς, όπως και τώρα. Οι νότες του κουδουνίσματος χαϊδεύουν τ' αυτιά μου...“Für Elise”...τα μάτια μου δε με γελάνε :

«^&* σας καλεί…»

Ένα μήνυμα ευθύ, επιτακτικό, με γεύσεις επαγγελματικής αυστηρότητας, που δεν παίρνει από αναβολές κι μοιάζει σαν κάτω από τα λιγοστά αυτά γράμματα, σαν σε μαγική εικόνα, να σχηματίζονται άλλα, τεράστια και μαύρα, που κραυγάζουν με μεταλλικές φωνές : «Σήκωσέ το ΤΩΡΑ!!!»

Το δίλημμα υψώνεται τεράστιο κι απειλητικό μπροστά μου : «Το πράσινο ή το κόκκινο κουμπάκι;» (The green or the red pill?). Η εξάρτηση δεν αφήνει περιθώρια αναλύσεων. Green pill and straight down the rabbit hole!

Η γλυκιά, σχεδόν ερεθιστική φωνή ξεχύνεται από το ακουστικό...Deja vu!..."...σαν να μην πέρασε μια μέρα!". Ο τόνος;...Τόσο επιτηδευμένα φιλικός με τα σωστά ψήγματα νοσταλγίας. (Με ξέρει τόσο καλά η ρουφιάνα!). Τυπικότητες, αερολογίες που τις ακούω με περίσσιο ενδιαφέρον. Προσπαθώ μάταια να κρύψω το τρέμουλο της δικής μου φωνής όταν τις μιλώ για τα επαγγελματικά μου σχέδια...για τον καιρό. Φαντάζομαι τον εαυτό μου να την ξεσκίζει, βρίζοντάς την χυδαία...(Σε γαμάω μωρή! Μ' ακούς;). Η φαντασίωση όμως γίνεται χίλια κομμάτια καθώς συγκρούεται με το κρυστάλλινο γέλιο της.

Κι ο τόνος της φωνής της, σαν καλοκουρδισμένη μηχανή, αλλάζει ξαφνικά...(Μα, το περίμενες, δεν το περίμενες;)...Η ευθύτητα ενός στρατιωτικού παραγγέλματος μασκαρεμένη στην πιο γλυκιά ικεσία...(Ξέρεις την εξουσία σου επάνω μου, φίδι!!!)..."Μωρόοο μου, θέλω μια χάααρη...". ("Μωρό μου";...Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα μωρή γαμιόλα; Αλλά μήπως είχες και ποτέ σου πρόβλημα; Τα δικαιώματα πάντα τα έπαιρνες χωρίς δεύτερη κουβέντα). Οι οδηγίες της είναι σαφείς κι εγώ τις ακούω σιωπηλός. (Πάντα σου άρεσαν οι διαταγές...Και πάντα μου άρεσε να τις ακολουθώ πιστά!). Οι απαντήσεις μου στα λεγόμενά της : Μονολεκτικά καταφατικά μόρια...Ως συνήθως!

Βρίσκομαι στο δρόμο και οδηγώ το αυτοκίνητό μου μέσα σε βρωμερά στενοσόκακα, θύμα της ίδιας εκείνης αδιανόητης, στα όρια της ηλιθιότητας, εξάρτησής μου. Μα κανείς δε σκέφτηκε να τοποθετήσει ονόματα οδών και νούμερα σ' αυτή τη γαμημένη τη γειτονιά; Αλλά, γιατί να το κάνει άραγε; Έπρεπε να πάρω ένα γαμημένο χάρτη της.....Μα σε ποια πόλη είμαι; Πριν μόλις δυο λεπτά ήμουν σίγουρος για όλα, αλλά τώρα μια ομίχλη σκεπάζει τα πάντα στο νου μου. Σκέψου, θυμήσου...Γιατί είσαι εδώ; Για τη γαμιόλα...ναι! Αλλά γιατί; Κάτι μου ζήτησε που είχε να κάνει με το Νο45...45...45...(γιατί 45;;; )...45...45...Να το, μπροστά μου...!...Μια σανιδένια πορτούλα με κρεμασμένο επάνω της ένα ετοιμόρροπο 45άρι σε μπλε φόντο....Ανοιχτή! Μα τί να προστατέψει κανείς εδώ; Τα βήματά μου, αργά και θαρραλέα (περίεργο) με οδηγούν βαθύτερα σε μια πανάθλια αυλή.

Τα πάντα εκεί μέσα δίνουν μια αίσθηση παρακμής, μιζέριας και σαπίλας. Η αυλή είναι γεμάτη από παλιά έπιπλα, σωριασμένα εδώ και εκεί. Αναποδογυρισμένα τραπέζια με τέσσερα, τρία ή και δύο πόδια, καταφαγωμένες από την υγρασία και τα έντομα πολυθρόνες, άθλιοι καναπέδες οι οποίοι κάποτε φιλοξενούσαν πάνω τους όχι και τόσο καλοζωισμένους κώλους. Το χωμάτινο έδαφος (χώμα εδώ στο κέντρο της πόλης;) είναι σκεπασμένο από ένα αηδιαστικό σκουπιδαριό, αποτελούμενο από αποφάγια, ανοιγμένα τενεκεδάκια κονσέρβας, θολά μπουκάλια με απροσδιόριστο περιεχόμενο, ξεκοιλιασμένες πλαστικές σακούλες σούπερ μάρκετ και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου, ενώ σε μια αέναη παρέλαση, μυριάδες έντομα πηγαινοέρχονται ανάμεσά τους ψάχνοντας στέγη, τροφή, ή ό,τι άλλο ψάχνουν τελοσπάντων τα έντομα στους σκουπιδότοπους. Μια εμετική οσμή χωματερής αναμεμιγμένη με μυρωδιές αποχωρητηρίου βασιλεύει στο χώρο και κάνει στο στόμα μου να γεμίζει με σάλια και τα μάτια μου να πλημμυρίζουν με δάκρυα.

Στο μυαλό μου εξακολουθούν να στριφογυρίζουν με απίστευτες ταχύτητες οι ίδιες και οι ίδιες λέξεις που μηρυκάζω τα τελευταία λεπτά…45…Αυτή…45…Γιατί είμαι εδώ;…45…45…Ξανά Αυτή…Συγκεντρώνω με δυσκολία την προσοχή μου στο οπτικό μου πεδίο…Τρεις φιγούρες αναδύονται μπροστά μου. Ένας ηλικιωμένος άνδρας, γύρω στα 70, καθισμένος σε μια εκπληκτικής πολυτέλειας πολυθρόνα, με περίτεχνο σκάλισμα στα χερούλια και την πλάτη της…Ένα έπιπλο που φαντάζει παράταιρο μέσα στη μιζέρια του περιβάλλοντος χώρου, βγαλμένο θαρρείς από ταινία εποχής, που κάποτε ίσως στόλιζε το σπίτι ενός παρηκμασμένου σήμερα αριστοκρατικού οίκου. Στο πρόσωπο του άνδρα αντανακλούν σε ίσες δόσεις η εμπειρία, αποκτημένη σε μια ζωή γεμάτη σκληρή δουλειά, και η βλαχοπονηριά ενός γνήσιου επαρχιώτη που έζησε τα ώριμα χρόνια του στην πρωτεύουσα…Ένα αμυδρό ειρωνικό γελάκι που είναι μονίμως ζωγραφισμένο στο κάτω χείλος του. Δίπλα του, μια γυναίκα γύρω στα 60 (η σύζυγος;;;) είναι σκυμμένη πάνω από μια πλαστική καταφαγωμένη σκάφη και ταλαιπωρεί κάτι πανάρχαια και έτοιμα να λιώσουν από την πολύ χρήση άσπρα εσώρουχα…Πάνω στην προσπάθειά της, η σκάφη κουνιέται πέρα δώθε—η βάση της δεν ήταν δα και τόσο σταθερή—και τα βρωμόνερα χύνονται ανεξέλεγκτα τριγύρω. Σε μια στιγμή που στρέφει το βλέμμα της επάνω μου, έρχομαι αντιμέτωπος μ’ ένα άσχημο πρόσωπο, κόκκινο σαν παντζάρι από την υπερπροσπάθεια, που όμως δεν δείχνει κανένα σημάδι κούρασης ή δυσαρέσκειας. Το πρόσωπο όμως που τραβάει περισσότερο απ’ όλα την προσοχή μου είναι η μικρή κοπελίτσα που στέκεται όρθια πίσω από τον άνδρα, έχοντας τα χέρια της ακουμπισμένα στην πλάτη της εξαίσιας πολυθρόνας : Ένα κορίτσι μετά βίας πάνω από 18 χρονών, με ολοκάθαρο λευκό πρόσωπο, μακριά καστανά μαλλιά με χωρίστρα στη μέση τους και δυο τεράστια μαύρα μάτια. Στα χαρακτηριστικά του διακρίνω μια αόριστη ομοιότητα με αυτά του άνδρα, και κυρίως, το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο το οποίο στο κορίτσι προσδίδει όχι μόνον μιαν αύρα πονηριάς, αλλά και μια ξεδιάντροπη προστυχιά. Τα μάτια της όμως είναι που κάνουν τη μεγαλύτερη εντύπωση…Δεν ακτινοβολούν δύναμη και ατσάλινη θέληση όπως του άνδρα…Είναι άδεια…Χαζεύουν στο κενό.



«Καλημέρα!», λέω με αυτοπεποίθηση, αλλά την επόμενη στιγμή, τα λόγια μου αδυνατούν να βγουν από το στόμα μου…Η μνήμη μου έχει για τα καλά κολλήσει—μα, γιατί είμαι εγώ εδώ; (45, 45, 45). Με το χαμόγελο να πλαταίνει στα χείλη του, ο άνδρας λέει με βαριά στιβαρή φωνή : «Μην προσπαθείς μάταια να βρεις το λόγο που σε οδήγησε εδώ…Είμαστε απλά…Το 45…Εσύ, εμείς, όλοι μας!». «Μάλλον έχω κάνει κάποιο λάθος, με συγχωρείτε!», λέω μπερδεμένος και στρέφω ελαφρά το σώμα μου προς την έξοδο, με το βλέμμα μου όμως καρφωμένο μια στον άνδρα και μια στο κορίτσι. «Έλα τώρα, αγαπητέ μου, το ξέρεις πολύ καλά κι εγώ το ξέρω και η γλυκιά μου Μάρλα εδώ το ξέρει ότι αυτό δεν συμβαίνει. Όποιον τον οδηγεί εδώ ο δρόμος του, σε μας, στο 45, σίγουρα δεν τον οδηγεί από λάθος». Η φωνή του δεν θυμίζει σε τίποτα άξεστο επαρχιώτη, αλλά περισσότερο άνθρωπο με τρόπους και ευγένεια, και σε κάποιες στιγμές, θα ακουστεί ίσως παράξενο, ιεροκήρυκα. Και συνεχίζει : «Και αυτό ειδικά δεν θα έπρεπε να το λες εσύ, αγαπητέ, ένας άνθρωπος που ζει τα πάθη του όσο κανένας άλλος, ένας άνθρωπος που τρέφεται από το μεθυστικό κυνήγι του αναπάντεχου, ένας άνθρωπος που να, μόλις πριν λίγες ώρες ήταν έτοιμος να αρχίσει να αυνανίζεται ακούγοντας μια ξεθωριασμένη φωνή από το τηλέφωνο». «Μα…Πως;…Πως είναι δυνατόν;», είναι τα μόνα που καταφέρνω να πω! Ο «ιεροκήρυκας» με μια απλή, όλο ειρωνεία κίνηση του χεριού του μου κάνει νόημα πως δεν έχει σημασία. Και στη συνέχεια, λέει : «Σε λίγο θα καταλάβεις, φίλε μου (μου επιτρέπεις, φαντάζομαι…) ότι σε μας, στο 45, το μόνο που έχει σημασία είναι το φουσκωμένο πράγμα ανάμεσα στα πόδια σου. «Μα τι λες;», ουρλιάζω τώρα, αλλά την επόμενη στιγμή συνειδητοποιώ ότι ο κωλόγερος έχει δίκιο…Η στύση μου, αναπόφευκτη συνέπεια της θέας των στητών στηθιών του κοριτσιού (Μάρλα;) είναι ήδη εμφανής. Ξαφνικά, η «πλύστρα», με μια απότομη κίνηση αναποδογυρίζει τη σκάφη της και, αφήνοντας κάποιες άναρθρες κραυγές, ορμάει στον «ιεροκήρυκα», γονατίζει μπροστά του και με τα μουλιασμένα από τα βρωμόνερα χέρια της, τον ξεκουμπώνει και αρπάζει το μεγάλο πούτσο του. Στο μεταξύ, η Μάρλα (;) έχει μετακινήσει τα χέρια της χαμηλότερα, από την πλάτη της πολυθρόνας στην πλάτη του κωλόγερου και τον χαϊδεύει απαλά, έχοντας συνέχεια εκείνο το πρόστυχο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της και με τα άδεια μάτια της να εξακολουθούν να κοιτάζουν στο κενό. Τη μύτη μου τρυπά την αμέσως επόμενη στιγμή μια απαίσια μυρωδιά αποσύνθεσης, χειρότερη από την προηγούμενη της χωματερής και μια ανατριχιαστική αναγούλα με πνίγει και θαμπώνει το οπτικό μου πεδίο. Μέσα στη θολούρα, βλέπω την «πλύστρα» να έχει ήδη τον πούτσο του άνδρα στο στόμα της και τη Μάρλα να κατευθύνει και το δικό της κεφάλι προς τα εκεί, ενώ ο «ιεροκήρυκας» με το ένα χέρι της χαϊδεύει τα οπίσθια και με το άλλο μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Στην έντονη αναγούλα μου, τώρα έχει προστεθεί και ένα απίστευτο βουητό, το οποίο θαρρείς και ξεκινάει μέσα από το κεφάλι μου και με τρελαίνει.

Το κάλεσμα του "ιεροκήρυκα" μοιάζει τόσο αποκρουστικό και συνάμα τόσο γοητευτικό. Ένας οχετός ασυνάρτητων σκέψεων πλημμυρίζει το νου μου : "Θέλω να ξεσκίσω τη μικρή Μάρλα...Όχι!...Όχι!...Θέλω να γλιτώσω τη μικρή Μάρλα από τη μιζέρια της...(Μα που μ' έστειλε η γαμιόλα;)...Θέλω να γαμήσω την κωλόγρια και μετά να τη σκοτώσω...("Μωρό μου, θέλω να δεις ένα σπίτι...Θα το κάνεις αυτό για μένα;")...Όχι...Θέλω πρώτα να τη σκοτώσω και μετά να τη γαμήσω, ("...η διεύθυνση είναι ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΛΑΚΑ 45, στο ισόγειο, θα το βρεις, δεν το χάνεις!") ενώ η μικρή Μάρλα θα κόβει το λαρύγγι του κωλόγερου ("...κάνε μου αυτήν τη χάρη, μωρό μου, σε παρακαλώ, ξέρεις ότι επάνω σου στηρίζομαι πάντα ΠΑΛΙΟΜΑΛΑΚΑ, ΜΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙΣ ΑΗΔΙΑ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ;") καθισμένη πάνω στον πούτσο του. ("Έλα τώρα, πήγαινε και ξέσκισε τη μικρούλα Μάρλα όπως ξέσκιζες εμένα στο μυαλό σου, γιατί ΜΟΝΟΝ ΕΚΕΙ ΜΠΟΡΕΙΣ, Μ-Α-Λ-Α-Κ-Α!!!")"

ΤΙ ΜΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;;; Από που έρχονται όλα αυτά; Ονειρεύομαι; Γυρίζω προς τη μικρή πορτούλα για ν' ανακαλύψω ότι η εσωτερική πλευρά της δεν είναι παρά ένας καθρέπτης και η σκηνή που εξελίσσεται πίσω μου, αυτή η ανίερη παρτούζα, βρίσκεται και πάλι μπροστά μου ολοζώντανη, λες και ο καθρέπτης δεν αλλοιώνει καθόλου τα χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων σ' αυτή. Πρέπει να βγω από δω μέσα! Ορμάω πάνω του και κλοτσάω με δύναμη το γυαλί, πάνω ακριβώς στο σημείο που απεικονίζεται αυτή τη στιγμή η στοματική ικανοποίηση που ξέφρενα προσφέρουν τα δυο θηλυκά στον κωλόγερο. Παρά τη συντριπτική δύναμη της κλοτσιάς μου, το γυαλί ούτε καν ραγίζει, ενώ ένας διαπεραστικός πόνος κι το ανατριχιαστικό "κρακ" του ποδιού μου είναι τα μόνα που αποκομίζω από την επίθεση. "Άνοιξέ μου!", εκλιπαρώ τον "ιεροκήρυκα", κοιτάζοντας το είδωλό του στον καθρέπτη, "Τί θέλεις από μένα;". Καμία απάντηση...Μόνο βογκητά ανείπωτης απόλαυσης. Αρπάζω ένα σπασμένο πόδι τραπεζιού που έτυχε να βρίσκεται μπροστά μου και αρχίζω να κοπανάω με όλη μου τη δύναμη τον καθρέπτη-πόρτα, δεχόμενος σε κάθε μου χτύπημα σουβλιές πόνου από το σπασμένο μου πόδι. Χτυπάω με ρυθμό, στον ίδιο ρυθμό που συνεχίζεται το διπλό τσιμπούκι από πίσω μου. Χτύπημα, πόνος, τσιμπούκι...Μαζί, ξανά και ξανά! Μάταια! Το γυαλί μοιάζει σκληρό σαν σίδερο. Αλλά, είναι και κάτι άλλο, κάτι που μέχρι τώρα δεν είχα προσέξει και που η συνειδητοποίηση και μόνο της παραδοξότητάς του πολλαπλασιάζει τον τρόμο και την αγωνία μου : Στον καθρέπτη μπροστά μου βλέπω με κρυστάλλινη καθαρότητα ολόκληρη τη μίζερη αυλή, αλλά το δικό μου είδωλο δεν απεικονίζεται πουθενά! Δεν υπάρχω ΠΟΥΘΕΝΑ! Αρχίζω να τρελαίνομαι...Αυτό είναι...Αυτό συμβαίνει...Σχιζοφρένεια...Ψύχωση...Παράνοια...Ναι! Το γνωρίζω καλά! Είμαι σχιζοφρενής, δεν εξηγείται διαφορετικά...Ένα παραλήρημα είναι όλο αυτό...Μα, πως δεν το είχα καταλάβει μέχρι τώρα; Αυτή η σκέψη με χαλαρώνει κάπως. Ο τρελός έχει πάντα δίκιο, έτσι δε λένε; Ο τρελός κάνει ό,τι θέλει, χωρίς συνέπειες...Είναι τρελός ο άνθρωπος!



Γυρίζω πίσω κρατώντας ακόμη το πόδι του τραπεζιού στα χέρια μου. Το σφίγγω! Τρελέ μου, αυτό είναι το όπλο σου...Μ' αυτό πολεμάς τους δαίμονές σου...Είναι το ξίφος σου, είναι η λύτρωσή σου! Αυτό έχεις. Αυτό είσαι εσύ κι εσύ είσαι αυτό! Έλα...Τώρα, μάγκα μου! Χρησιμοποίησέ το, ξέσκισέ τους, βγάλε όλο σου το μίσος, την οργή, βγάλ' τα όλα, εδώ, τώρα! Το πρόσωπο του "ιεροκήρυκα" συσπάται από μορφασμούς ηδονής, καθώς τώρα μπαινοβγαίνει με δύναμη στη σκατόγρια, ενώ η μικρή Μάρλα παρακολουθεί και αυνανίζεται. Τώρα Τρελέ...ΤΩΡΑ είναι η στιγμή...ΤΩΡΑ!!! Με μια αστραπιαία κίνηση, ξεχύνομαι σαν αρχαίος πολεμιστής κραδαίνοντας για σπαθί το σάπιο πόδι του τραπεζιού, του οποίου το βίαιο σπάσιμο κάποτε στο παρελθόν του χάρισε μια ιδιαίτερα μυτερή άκρη. Το δευτερόλεπτο που ακολουθεί το βιώνω σαν μια αιωνιότητα. Βλέπω με κάθε λεπτομέρεια τη μύτη του ξύλινου ποδιού να αγγίζει την πλάτη της μικρούλας Μάρλα, να διαπερνάει το λεπτό λευκό μπλουζάκι, το μόνο ρούχο που είχε ακόμη επάνω της και να μπήγεται με δύναμη στην πλάτη της, να διαγράφει χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση την καταστροφική πορεία της μέσα στο λεπτοκαμωμένο κορμάκι, σπάζοντας σπονδύλους, σκίζοντας αρτηρίες και μύες και τέλος να ξεπροβάλλει από μπροστά, θριαμβεύτρια, κατακόκκινη και αδίστακτη, μέσα σ' ένα σιντριβάνι αίματος. Αμέσως, ο χρόνος επανέρχεται στις πραγματικές του διαστάσεις και την επόμενη στιγμή ακούγεται ο γδούπος από τη σύγκρουση του άψυχου σώματος της Μάρλα πάνω στο βρώμικο χωμάτινο έδαφος. (Τα έντομα θα βρουν καινούργια απασχόληση τις επόμενες ώρες!).



Το άγριο γαμήσι μπροστά μου διακόπτεται και στο πρόσωπο του "ιεροκήρυκα" ζωγραφίζεται και πάλι το γνώριμο ειρωνικό χαμόγελο με το οποίο τον πρωτοαντίκρισα, μόνο που τώρα είναι ακόμη πιο έντονο και λίγο θέλει να γίνει κανονικό γέλιο. Αρχίζει να χειροκροτά αργά...Κλαπ κλαπ κλαπ...Κάθε χτύπημα των χεριών του μου προκαλεί μια καινούργια δόνηση πόνου στο πόδι μου. Μου φαίνεται ότι το βασανιστικό χειροκρότημα θα κρατήσει για πάντα, αλλά αυτός, ανοίγει επιτέλους το στόμα του και λέει με μια φωνή θριάμβου : "Συγχαρητήρια, αγαπητέ μου, (φίλος μου τελικά δεν είσαι, να με συγχωρείς για πριν!), μόλις κατέστρεψες κάτι ΟΜΟΡΦΟ." (Τί είδους πλάκα είναι αυτή πάλι; Τι σκαρώνει ο κωλόγερος;). Και γυρίζοντας στη γριά : "Καλή μου, θα μπορούσες σε παρακαλώ να Τους καλέσεις; Θα χαρούν πολύ να δουν το κοριτσάκι μας, τη Μάρλα μας, ξεσκισμένη από τον αγαπητό μας επισκέπτη, δε νομίζεις;" "Ποιους να καλέσει; Μα εγώ...Είμαι τρελός...Ήταν ένα παραλήρημα, έτσι δεν είναι; Ένα παιχνίδι ψευδαισθήσεων! Εγώ...ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΓΑΜΩΤΟΟΟΟ...ΕΣΥΥΥΥ...ΕΣΥ ΤΑ ΕΚΑΝΕΣ ΟΛΑ ΚΩΛΟΓΕΡΕΕΕ!!!", ουρλιάζω και πάλι όσο πιο δυνατά μπορώ και προσπαθώ να τον αρπάζω από το λαιμό. Μια λαβή από ατσάλι όμως του "ιεροκήρυκα" πάνω στο χέρι μου με ακινητοποιεί! (Μα, που τη βρήκε τόση δύναμη;). "Τίποτα δεν είναι παιχνίδι σε μας, στο 45, αγαπητέ μου...ΤΙΠΟΤΑ! Να το θυμάσαι αυτό και να μη μας προσβάλλεις άλλη φορά...Αν υπάρξει άλλη φορά, που πολύ αμφιβάλλω, έτσι καλή μου;", λέει τέλος χασκογελώντας, κοιτάζοντας τη γριά. Με μια δεύτερη, ακόμη πιο δυνατή λαβή με ακινητοποιεί τελείως και σκύβοντας πάνω από το αυτί μου, ψιθυρίζει : "Έχεις όλο το χρόνο του κόσμου να σκεφτείς, να μετανιώσεις και να...αναμορφωθείς επιτέλους εκεί που πας, αγαπητέ μου. Έχεις μετρήσει ποτέ την αιωνιότητα; Σίγουρα θα χρειαστείς πολύ λιγότερο χρόνο για ν' αλλάξεις κι εσύ μυαλά, να γίνεις κι εσύ ένας από μας. Και θα σ' αρέσει...Πίστεψέ με! Θα σ' αρέσει πολύ! Είναι ωραία εδώ...Τέλεια...Και οι Μάρλες, πολλές! Κι ακόμη πιο όμορφες! Και πρόθυμες! Είναι ωραία...Θα δεις!"

Η αναγούλα και το βουητό στο κεφάλι μου επιστρέφουν πιο έντονα από ποτέ καθώς σφαδάζω μέσα στα χέρια του "ιεροκήρυκα"...Σε λίγο σταματώ πια να αντιστέκομαι και συμφιλιώνομαι με την όχι και τόσο ρόδινη, όπως φαίνεται, μοίρα μου, καθώς άγριες φωνές που μοιάζουν με μουγκρητά ζώων και ένα δυνατό ποδοβολητό αντηχούν παντού γύρω μου. Έρχονται...

Σάββατο, Αυγούστου 05, 2006

Εκεί που οι νεκροί στριφογυρίζουν στον ύπνο τους και κλαίνε που και που

There's a passage I got memorized. Ezekiel 25:17. "The path of the righteous man is beset on all sides by the inequities of the selfish and the tyranny of evil men. Blessed is he who, in the name of charity and good will, shepherds the weak through the valley of the darkness. For he is truly his brother's keeper and the finder of lost children. And I will strike down upon thee with great vengeance and furious anger those who attempt to poison and destroy my brothers. And you will know I am the Lord when I lay my vengeance upon you." I been sayin' that shit for years. And if you ever heard it, it meant your ass. I never really questioned what it meant. I thought it was just a cold-blooded thing to say to a motherfucker before you popped a cap in his ass. But I saw some shit this mornin' made me think twice. Now I'm thinkin': it could mean you're the evil man. And I'm the righteous man. And Mr. 9mm here, he's the shepherd protecting my righteous ass in the valley of darkness. Or it could be you're the righteous man and I'm the shepherd and it's the world that's evil and selfish. I'd like that. But that shit ain't the truth. The truth is you're the weak. And I'm the tyranny of evil men. But I'm tryin', Ringo. I'm tryin' real hard to be a shepherd.





Ναι, ήρθε η γαμημένη η στιγμή...Έφτασε η ώρα...

...οι σκοτεινοί της νιότης μας χειμώνες να αναστηθούν και να γεμίσουν με το χρώμα τους το γκριζωπό κατακάθι καθημερινότητας όπου ξοδεύουμε τις μέρες μας μ’ όλους αυτούς τους ξένους...Τους αλλόκοτους αυτούς ανθρώπους που τόσο απλόχερα προσφέρουν το χαμόγελό τους, τη συντροφιά τους, το κορμί τους...Μ’ εκείνη την αναίσχυντη γενναιοδωρία τους, την τόσο φτιαχτή, την τόσο ύπουλη και την τόσο αηδιαστική. Κάποια στιγμή στη ζωή μας πατάμε πάνω σ’ εκείνο το κρίσιμο χρονικό σκαλοπάτι και μετά, για να βιώσουμε και πάλι την αθωότητα, πρέπει να την εφεύρουμε, να τη φέρουμε στα μέτρα μας. Η γεύση που αυτή αφήνει τότε είναι δυσάρεστη, σχεδόν μεταλλική, κάτι σαν τη γεύση του αίματος, όμως πολύ πιο αποστειρωμένη και καθόλου ζωντανή. Το κυνήγι της χαμένης αθωότητας βρίσκει τέλος με την παραδοχή ότι αυτή δεν θα ‘ναι ποτέ ξανά παρούσα. Γνωρίζουμε ανθρώπους που έχουν μάτια θολά και ξέρουμε ότι η θολούρα αυτή δεν είναι παρά μια κάλυψη, ένα καμουφλάζ αυτού που βρίσκεται από κάτω, των μοχθηρών κιτρινωπών λάμψεων που σκορπάνε τα μάτια των αρπακτικών.

Σιχαινόμαστε το άγγιγμά τους, το σιχαινόμαστε όσο κι αν αυτό μας σερβίρεται έτοιμο και αχνιστό, όσο κι αν εμείς, οι ευάλωτοι στις ηδονές, υποκύπτουμε, για να ξεράσουμε έπειτα τ’ απομεινάρια του στους υπονόμους των ονείρων μας, στριφογυρνώντας...κλαίγοντας...που και που.

Τη θυμάσαι την Κάρλα, φίλε; (αλήθεια, γιατί τη λέγαμε έτσι;). Εκείνη τη χοντρούλα ρε, που βάζαμε στοιχήματα ότι θα φωνάζει στο κρεβάτι—πράγμα που επιβεβαίωσες ότι δεν ίσχυε, όταν τελικά την πήδηξες...άνθρακες ο θησαυρός, που λένε! Τι νύχτα κι εκείνη! Εγώ, εσύ κι αυτή στο αυτοκίνητο, ψιλοπιωμένοι από νωρίς, με τη μουσική στη διαπασών να ψάχνουμε στο Βόλο για το γήπεδο όπου θα γινόταν η συναυλία των...whatever! Δική της ιδέα ήτανε θαρρώ κι εμείς τρέξαμε ξοπίσω της σαν καυλωμένα πετεινάρια. Το γήπεδο τελικά δεν το βρήκαμε εγκαίρως, η ώρα ήταν ήδη περασμένη κι εμείς καταλήξαμε να τα πίνουμε σ’ ένα απ’ τα μπαρ της παραλίας. Η Κάρλα άστραφτε από ευτυχία καθώς ξεδίπλωνε τη ζωή της μπροστά μας. Ένιωθε—όχι, ήταν—γι’ αυτή τη βραδιά βασίλισσα. Κι εμείς, μεθυσμένοι καθώς ήμασταν, να την ακούμε τάχα με περίσσιο ενδιαφέρον, ενώ από μέσα μας τη φανταζόμασταν να μας παίρνει πίπες. Οι πρίγκηπες της συμφοράς, τρομάρα μας! Έλα ρε, μη μου πεις ότι δεν ήθελες να την ξεσκίσεις επί τόπου, μη μου πεις ότι δεν σου πέρασε ούτε μια φορά απ’ το μυαλό! Άλλωστε, κι αυτή τα ίδια σκεφτόταν, κοιτάζοντας μια τον ένα, μια τον άλλο μ’ εκείνο το βλέμμα, που μόνο υπό την επήρεια του άφθονου αλκοόλ εκείνης της βραδιάς θα μπορούσες να το πεις «λάγνο». Η Κάρλα, για πρώτη φορά ίσως στη ζωή της, διάλεγε και δεν την διάλεγαν! Γι’ αυτό έλαμπε από χαρά κι έκανε σα μωρό παιδί που του δώσανε τα πρώτα του παιχνίδια. Με ποιο να πρωτοπαίξει;

Αυτό ήταν η Κάρλα μας εκείνο το βράδυ : Ένα αθώο παιδί που ανακάλυπτε τον κόσμο. Ήταν πολύ μικρή, ήταν πολύ νωρίς ακόμη για να ξέρει, όταν τελικά διάλεξε εσένα, ότι κάποιες επιλογές στη ζωή έχουν ειδικό βάρος...και κόστος. Ένα μάθημα που έμαθε καλά στη συνέχεια, δε νομίζεις; Αλήθεια, πόσες φορές πηδηχτήκατε; Μια, δυο; Νομίζω όχι περισσότερες. Το ενδιαφέρον σου είχε εξανεμιστεί απ’ την πρώτη. Η Κάρλα δεν ήταν η πολλά υποσχόμενη καυλιάρα, αλλά μια μάλλον άπειρη και δειλή κοπέλα, που όταν εσύ την άγγιζες έτρεμε από δέος. Σε είχε θεό...Ένα ανεπαίσθητο déjà vu για σένα αυτό το αίσθημα, το ξέρω. Πρωτόγνωρο όμως και ανεπανάληπτο για εκείνη. Όταν της είπες να χωρίσετε, η Κάρλα δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ μπροστά σου. Αντίθετα, τα χείλη της σχημάτισαν ένα χαμόγελο χωρίς ψυχή, αφού πρώτα ψέλλισαν κάτι που έμοιαζε με «σ’ αγαπώ». Τη μίσησες, την έβρισες γι’ αυτό το «σ’ αγαπώ». «Άκου θράσος, φίλε μου», μου ‘λεγες μετά. Κι όμως, η Κάρλα δεν ήταν πια η ίδια μ’ αυτά που της έδωσες κι μ’ αυτά που της πήρες. Αυτή η αλλαγή, αυτή κι αν είναι κίνητρο για ν’ αγαπάς...Αγαπάμε, φίλε μου, αυτούς που έχουν τη δύναμη να μας αλλάξουν έστω και λίγο...Προς το καλύτερο ή...και προς το χειρότερο...Και, η Κάρλα δεν θα ‘βλεπε ποτέ ξανά τον κόσμο σαν ένα αθώο παιδί που διαλέγει μ’ ενθουσιασμό τα παιχνίδια του...You take something…you lose something…C’ est la vie!

Πως μου ‘ρθε αυτή η ιστορία ε; Παρεμπιπτόντως, φίλε, και μιλώντας περί αθωότητας βεβαίως. Γιατί, η αλήθεια είναι ότι ακόμη προσπαθώ να εντοπίσω τη θέση του χρονικού σκαλοπατιού, που λέγαμε. Πότε πατάς επάνω του δηλαδή, πως το καταλαβαίνεις; Μήπως δεν υπάρχει καν; Ή μήπως εξαιτίας μας κάποιοι άλλοι το διαβαίνουν πριν από μας;

Φρονώ λοιπόν ότι τόσο εσύ όσο κι εγώ δικαιούμαστε να θρηνούμε για τη χαμένη αθωότητα όσο δικαιούται ένας δολοφόνος να θρηνεί για το θύμα του. Δε λέω, ανθρώπινος είναι βέβαια κι ο πόνος και η...μετάνοια μες στο παιχνίδι είναι, αλλά, τι τα θες; Το πτώμα εξακολουθεί να ‘ναι πτώμα και κανένα δάκρυ ή καημός δεν μπορεί να καλύψει τη μπόχα που αυτό αναδίδει. Ομολογούμε απλά το έγκλημά μας τη στιγμή που αποφασίζουμε να κλειστούμε πίσω από τα γρανιτένια τείχη της άρνησης και της καχυποψίας μας. Η μπόχα δεν διαπερνά έτσι κι αλλιώς το γρανίτη, κι έτσι έχουμε κι εμείς το κεφάλι μας ήσυχο. Κι όλο τα υψώνουμε και τα υψώνουμε τα τείχη μας, μην τυχόν και κάποιο αρπακτικό απ’ αυτά γύρω μας καταφέρει και σκαρφαλώσει. Τα υψώνουμε δε τόσο πολύ, που κάποτε, ούτε το ίδιο το φως του ήλιου δεν μπορεί να περάσει. Και, στο σκοτάδι που οι ίδιοι δημιουργούμε, μπορούμε να δούμε πιο καθαρά απάνω τους αντανακλάσεις έντονες και οικείες...τις κιτρινωπές λάμψεις των δικών μας ματιών. Γιατί τ’ αρπακτικά είμαστε εμείς, φίλε. Και τα τείχη μας στην ουσία προστατεύουν τους άλλους από εμάς. Το άγγιγμα που σιχαινόμαστε είναι το άγγιγμα των ομοίων μας. Και, η αθωότητα πλέον δεν μας ευφραίνει, αλλά μας τρέφει...Όντας δέσμιοι αυτού του ιδιότυπου βαμπιρισμού, ζούμε με τις ψευδαισθήσεις ενός παρελθόντος πνιγμένου στην αθωότητα, τις ψευδαισθήσεις που στοιχειώνουν τον πάντα ανήσυχο ύπνο μας, κάνοντάς μας να χύνουμε τα μόνα αληθινά δάκρυα της ζωής μας.



(Και πέρα από τις μαλακίες, ήρθε η γαμημένη ώρα να πιούμε...Ναι, σε σένα το λέω! Σου 'ρχομαι!)