Τρίτη, Απριλίου 18, 2006

Τα φαντάσματα του παλατιού της λήθης

Ανατύπωση λόγω...επικαιρότητας...



«No fate but what we make», σκάλιζε πάνω στο ξύλινο τραπέζι, με το τρομακτικό στην όψη μαχαίρι της, η μυώδης εκείνη γκόμενα, το ταίρι του Terminator ντε, καλά καταλάβατε! Τί ωραία φράση! Περικλύει μέσα της όλη εκείνη την αλαζονεία που ως είδος ο άνθρωπος έχει βαλθεί να κληροδοτήσει στα παιδιά και στα εγγόνια του. Ο άνθρωπος-Θεός, ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, της ζωής του! Η αλαζονεία, το δώρο που σήκωσε τον άνθρωπο ψηλά, που του επέτρεψε να στήσει τους θεούς στα έξι μέτρα και να τραβήξει τη σκανδάλη χωρίς περιττές τύψεις, χωρίς καν να τους δώσει το δικαίωμα να καλύψουν τα όμορφια μάτια τους...Γιατί ο άνθρωπος ήθελε να βλέπουν οι θεοί τους εκτελεστές τους, να βιώσουν στο άσπιλο πετσί τους και σ’ όλο της το μεγαλείο τη βιαιότητα της καθαίρεσής τους από τους θρόνους του κόσμου τούτου. Ήθελε οι θεοί να ξέρουν ποιος τους «καθάρισε», ποιος τόλμησε να κάνει πραγματικότητα την ύβρι της αμφισβήτησης της αθανασίας τους. Ο άνθρωπος γνώριζε τη δύναμη που έκρυβε αυτή του η ύβρις...Και του άρεσε να βλέπει τους μέχρι τότε άρχοντές του να κλαψουρίζουν ικετεύοντας για έλεος...Και η σαδιστική του μανία μεγάλωνε μέχρι που έφτασε στο κορύφωμά της με το πάτημα της σκανδάλης. Κι έπειτα...ηρεμία! Γαλήνη! Ο άνθρωπος ήταν πια ελεύθερος να χαράξει το δικό του δρόμο και να πάρει τα ηνία της ζωής του και του κόσμου στα χέρια του.

«No fate», είπε ο άνθρωπος κι έσβησε το παρελθόν, ατενίζοντας αισιόδοξα ένα αβέβαιο—επιτέλους!—μέλλον! Στο παλάτι της λήθης του πέταξε ο άνθρωπος το ανίερο παρελθόν του, τους θεούς του και τη μοίρα του, έχοντας τη βεβαιότητα ότι δε θα ξανάκουγε ποτέ ξανά για όλ’ αυτά. Τα μπουντρούμια, βλέπετε, της ανθρώπινης λήθης δεν είναι μόνο κατασκότεινα, αλλά και αχανή. Η λήθη σχηματίζει λαβυρίνθους που θα ‘καναν ακόμη και το Δαίδαλο να γίνει καταπράσινος από τη ζήλεια του. Τα θεμέλιά της είναι βαθιά, στιβαρά, καμία σχέση με τα εύθραυστα υποστηρίγματα των παλατιών της μνήμης, που δι’ ασήμαντον αφορμή μπορούν να υποχωρήσουν και να χαθούν μαζί με τα όσα στηρίζουν μέσα σε σωρούς από συντρίμια. Αυτό που ο άνθρωπος έκανε χωρίς να το πολυσκεφτεί, ήταν να πετάξει στα μπουντρούμια αυτά και την ίδια τη γνώση ύπαρξης του παλατιού της λήθης. Ξέχασε ότι μπορεί να ξεχνάει! Κι έκανε έτσι το μοιραίο του λάθος...Μπέρδεψε τη λήθη με την ανυπαρξία! Θεώρησε πως ό,τι κι αν ήταν αυτός πριν, ό,τι κι αν πίστευε κι ό,τι κι αν έλεγε, δεν υπήρχε πια! Δεν υπήρξε ποτέ, για την ακρίβεια! Πίστεψε ότι κάνει, όχι μια νέα, αλλά τη μοναδική Αρχή...Άλλη δεν μπορούσε να είχε υπάρξει...Πίστεψε στο λευκό του μητρώο και συνέχισε το δρόμο του.

Δεν ξέρουμε αν ο άνθρωπος έκανε ό,τι έκανε επειδή υποτίμησε τους φυλακισμένους του ή επειδή πίστευε ότι από το θεοσκότεινο παλάτι της λήθης δεν υπάρχει γυρισμός. Μπορεί να πίστευε και τα δύο εν τέλει! Αυτό που όμως λησμόνησε την κρίσιμη στιγμή ήταν ότι κάθε λαβύρινθος έχει και μια έξοδο. Μπορεί κι απλά να του διέφυγε...Να θέλησε να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα και να το θεώρησε αυτό μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Να το ‘πνιξε μέσα στη μέθη της αλαζονείας του. Άλλωστε, είχε ο ίδιος δει με τα μάτια του τα άψυχα κουφάρια των θεών του, στα κεφάλια των οποίων είχε δώσει διπλές χαριστικές βολές! Πόσο ανήμποροι φαίνονταν αυτοί όταν τελείωσε μαζί τους! Δεν μπορούσε καν να πιστέψει ότι σ’ αυτούς έδινε λόγο όλα αυτά τα χρόνια, η θέα δε των πτωμάτων τους του προκαλούσε αηδία κι έναν ενοχλητικό οίκτο για τους πρώην αφέντες του, που φρόντισε γρήγορα να αποδιώξει γιατί του ‘φερνε ζαλάδα! Όσο για τη μοίρα, θεώρησε ότι κάθε της δύναμη είχε πάει περίπατο με το που τα κεφάλια των θεών ανοίξαν στα δυο από τα χτυπήματά του! Βιάστηκε λοιπόν να τελειώνει μ’ όλα αυτά και να ζήσει επιτέλους τη ζωή του...Όπως την ήθελε Αυτός!

Οι εκτιμήσεις του όμως υπήρξαν λανθασμένες! Αποδείχτηκε τελικά πως ο λαβύρινθος του παλατιού της λήθης δεν είχε μόνο μια κύρια έξοδο, αλλά ήταν γεμάτος από μικρές μικρές τρυπίτσες! Φαίνεται πως ο δημιουργός του είχε δώσει περισσότερη σημασία στην πολυπλοκότητα, παρά στη στεγανοποίηση του αχανούς κτιρίου! Μικρά παραθυράκια σαν κι αυτά, που κάθε τόσο διέκοπταν το αιώνιο σκοτάδι που βασίλευε μέσα στους ατέλειωτους διαδρόμους του παλατιού, ήταν αρκετά για να δίνουν πρόσβαση στον Έξω Κόσμο στα φαντάσματα που κατοικούσαν εκεί, στα φαντάσματα της μοίρας και του ανθρώπινου παρελθόντος. Τα φαντάσματα είχαν συνηθίσει πια στο σκοτάδι, αισθάνονταν εκεί σα στο σπίτι τους, αλλά όταν τύχαινε και συναντούσαν μια λεπτή ρανίδα φωτός να εισβάλλει από κάποια τρυπίτσα, αισθάνονταν μια άνευ προηγουμένου νοσταλγία και μια πρωτόγνωρη έλξη τα έσπρωχνε προς τα εκεί. Με τις άυλες μορφές τους, περνούσαν μ’ ευκολιά μέσ’ απ’ τις τρυπούλες και βρίσκονταν ξαφνικά στον γεμάτο φως Κόσμο του ανθρώπινου νου, όπου έμεναν αποσβολωμένα να κοιτούν γεμάτα περιέργεια τα θαύματά του.

Κι ο ανθρώπινος νους όμως δεν αργούσε να αντιληφθεί την απόκοσμη παρουσία τους! Κι αντιδρούσε σ’ αυτή άμεσα και δυναμικά, με τον πιο αποτελεσματικό του τρόπο : Με την άρνηση! Γνώριζε άλλωστε ότι ο κόσμος του ήταν θαυμαστός...Κι απέδιδε τις παρουσίες αυτές σ’ ένα απλό παιχνίδισμα του αιώνιου φωτός μέσ’ από τα πάμπολλα κρυσταλλάκια και μπιχλιμπίδια που στόλιζαν το βασίλειό του. Αλλά ήταν σίγουρος ότι αυτά δεν υπήρχαν! Ήταν άλλωστε τόσο απασχολημένος με άλλα, πολύ πιο σημαντικά πράγματα και δεν μπορούσε να χάνει χρόνο μ’ αυτές τις ψευδαισθήσεις. Περιεργαζόταν για λίγο το φαινόμενο με ενδιαφέρον κι έπειτα έστρεφε αλλού τα μάτια του, απορροφημένος ες αεί καθώς ήταν. Και τα φαντάσματα τότε άρχιζαν να νιώθουν άβολα, δυσάρεστα...Η άρνηση βλέπετε δημιουργούσε ένα απόλυτα εχθρικό γι’ αυτά περιβάλλον. Ρίχνοντας μερικές ματιές ακόμη, αποσύρονταν και πάλι στα σκοτεινά τους λαγούμια, αφήνοντας πίσω τους το εκτυφλωτικό φως του νου. Ξανάβρισκαν τη γαλήνη της φυλακής τους κι εγκατέλειπαν το νου στη γαλήνη της λογικής του.

Και η γαλήνη θα διαρκούσε ως την επόμενή τους συνάντηση...Οι τρυπίτσες ήταν, βλεπετε, πολλές!



See ya...σύντομα...