Κυριακή, Απριλίου 30, 2006

Ο Λαβύρινθος


“…Ο έρωτας δεν είναι εξ αρχής, αλλά μεταμορφώνεται σε ασθένεια όταν κυριαρχούν έμμονες ιδέες. Ο θεολόγος Ibn Hazim ήταν αυτός που διατύπωσε την άποψη ότι ο ίδιος ο ερωτευμένος δεν θέλει να θεραπευτεί απ' την αρρώστια αυτή, τα ονειροπολήματα της οποίας του προκαλούν δυσκολία στην αναπνοή κι επιταχύνουν ανελέητα το σφυγμό του. Παρομοιάζει δε την ερωτική μελαγχολία με τη λυκανθρωπία, την ασθένεια δηλαδή που προκαλεί συμπεριφορά λύκου στον άνθρωπο. Η εξωτερική εμφάνιση του ερωτευμένου αρχίζει ν’ αλλάζει. Σύντομα η όρασή του υποχωρεί, τα χείλη του συρρικνώνονται και το πρόσωπό του γεμίζει με φλύκταινες. Εμφανίζονται σημάδια στο πρόσωπό του που μοιάζουν με δαγκωματιές σκύλου και περνά τις νύχτες του περιπλανώμενος σε νεκροταφεία, όπως ακριβώς ένας λύκος…”

Η φωνή του μαθητή Adso έτρεμε καθώς διάβαζε τις πιο πάνω σειρές υπό το φως μιας τρεμοπαίζουσας δάδας ενώ το μυαλό του βρισκόταν σε μια πρωτοφανή υπερδιέγερση, καθώς το μόνο που τον ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν να ξαναβρεθεί με το μέντορά του, τον William του Baskerville. Μαθητής και δάσκαλος είχαν εισέλθει λίγα λεπτά πριν στις κατακόμβες της μυστικής βιβλιοθήκης αυτής της καταραμένης μονής που τους φιλοξενούσε και δε χρειάστηκε να περάσει πολλή ώρα για να διαπιστώσουν ότι επρόκειτο για έναν πρώτης τάξεως λαβύρινθο. Κάποιος από τους δύο—στη συνέχεια ο Adso θα κατηγορούσε τον εαυτό του γι’ αυτό—πήρε μια λάθος στροφή, αφαιρέθηκε για ένα και μόνο κρίσιμο δευτερόλεπτο, το οποίο όμως αποδείχτηκε αρκετό να στείλει τους δυο άνδρες σε διαφορετικές οδούς του λαβυρίνθου. Όταν διαπίστωσαν ο ένας την απουσία του άλλου, ήταν ήδη πολύ αργά. Μπορούσαν βέβαια ν’ ακούσουν ο ένας τη φωνή του άλλου, παραμορφωμένη πάντα από την αιώνια ηχώ που βασίλευε στα σκοτεινά εκείνα διαμερίσματα, αλλά χωρίς κανείς εκ των δύο να έχει οποιαδήποτε αίσθηση προσανατολισμού. Είχαν πλέον χαθεί για τα καλά και σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση όπως αυτή, η εμπειρία και η ευφυΐα του William όφειλε να μπει σε λειτουργία προκειμένου να υπάρξει η πιθανότητα να ξαναβρεθούν.

Ο σοφός δάσκαλος προσπάθησε όπως πάντα να διατηρήσει την ψυχραιμία του και πρόσταξε το μαθητή του να αρπάξει το πρώτο βιβλίο που θα έβρισκε μπροστά του και ν’ αρχίσει να το διαβάζει μεγαλοφώνως, δίνοντάς του ταυτόχρονα και κάποιες γενικές οδηγίες για το πως να κινηθεί, ενώ ο ίδιος άρχισε να ανακαλεί από την παραφορτωμένη μνήμη του ο,τιδήποτε είχε διαβάσει για το πως κανείς μπορεί να ξεφύγει από ένα λαβύρινθο. Η φωνή του νεαρού Adso άρχισε ευθύς ν’ ακούγεται, δυνατά και καθαρά, μα με όλα τα σημάδια του φόβου μέσα της, τρεμάμενη κι εύθραυστη σα μικρού παιδιού που συλλαβίζει τα πρώτα του αποσπάσματα. Η αλήθεια είναι ότι ο Adso απλά άρπαξε το πρώτο βιβλίο που συνάντησε μπροστά του...Δεν είχε δα και καμιά ιδιαίτερη όρεξη να σπαταλά το χρόνο του σε επιλογές ανούσιες. Σήκωσε τον βαρύ και πολυκαιρισμένο τόμο και τον άνοιξε σε μια τυχαία σελίδα, ξεκινώντας το ανάγνωσμα μιας τυχαίας παραγράφου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Adso δεν έδινε καμιά σημασία στα όσα το στόμα του πρόφερε...Για το νεαρό μαθητευόμενο, ήταν ακόμη μια διαταγή του μέντορά του που όφειλε να ακολουθήσει πιστά. Η πίστη του, βλέπετε, στο σοφό δάσκαλο ήταν βαθιά και ειλικρινής.

Ο William όμως, έχοντας τ’ αυτιά του συγκεντρωμένα στη φωνή του μαθητή του, τον ήχο αυτό που του χάριζε μια αμυδρή αίσθηση προσανατολισμού, ένιωσε το μυαλό του να πλημμυρίζει από κύματα σκέψεων μόλις άκουσε το περιεχόμενο των όσων αυτός διάβαζε. Κύματα τόσο ισχυρά, που δεν άφηναν το νου του να δουλέψει όπως ήταν συνηθισμένος να κάνει, δεν του επέτρεπαν να επεξεργαστεί κάποιο πιθανό σχέδιο διαφυγής από τον σκονισμένο και σκοτεινό αυτό λαβύρινθο. Ο William, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του, ζήλευε! Το γεγονός ότι το συναίσθημά του αυτό ήταν πρωτόγνωρο πολλαπλασίαζε την ένταση και την καταλυτική του επιρροή πάνω στο γερασμένο μυαλό του. Ένιωθε να παραδίδεται σ΄αυτό, ένιωθε τη ζήλεια να κυλά σε κάθε μικροσκοπική του φλεβίτσα, είχε την αίσθηση ότι αυτή ξεχυνόταν από τα μάτια του τα ίδια και χτυπούσε στους φαγωμένους από την υγρασία και τους αιώνες τοίχους και γύριζε και πάλι σ’ αυτόν απτόητη, για να τον κυριεύσει με την ίδια φαρμακερή μανία. Η φωνή του μικρού Adso συνέχιζε να εκπέμπει την ίδια, παιδική σχεδόν, αφέλεια καθώς, διαβάζοντας, καταφερόταν εναντίον του πράγματος εκείνου για το οποίο ο William θα έκανε ο,τιδήποτε για να βιώσει κι ας ήξερε ότι θα καεί στην κόλαση γι’ αυτό : Του έρωτα. Αυτού που δεν κατάφερε ο ίδιος να ορίσει μέχρι τώρα μέσα στα χρόνια της μελέτης των λογής λογής ανέραστων Πατέρων της πίστεως. Ο William ένιωθε όλο το οικοδόμημα της αξεπέραστης σοφίας του να τρέμει, ένιωθε ότι η φωνή του Adso είχε κάτι το τόσο δυνατό που θα μπορούσε από στιγμή σε στιγμή να το γκρεμίσει ολόκληρο, να το κάνει να χαθεί μέσα στα ίδια του τα συντρίμια για πάντα. Γιατί, ο σοφός γέροντας συνειδητοποίησε εκείνη ακριβώς τη στιγμή ότι ο μαθητευόμενός του ήταν από άλλη πάστα. Έχοντας στα χέρια του εκείνο τον θεόπνευστο λίβελλο κατά του Σατανά κι ενός εκ των δημοφιλέστερων τεχνασμάτων του, ο Adso δεν έκανε καν τον κόπο να κατανοήσει, να σταθεί στις λέξεις τις σοφές των Πατέρων...Μόνο διάβαζε και διάβαζε με τη φωνή εκείνη την γεμάτη από αφέλεια και τρόμο, έχοντας γραμμένο και τον Ibn Hazim κι όλο του το σόι εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Κατάλαβε ο γέροντας ότι το μαθητούδι του ήταν έτοιμο να παραδωθεί άνευ όρων στη γλύκα του έρωτα, στο σατανικό εκείνο πάθος της λαγνείας ακόμη κι αν το ίδιο δεν το γνώριζε, ακόμη κι αν το αρνιόταν βασανιζόμενος σε κανένα σκοτεινό μπουντρούμι. Και ζήλευε, ο ξεμωραμένος γέρος...Ζήλευε θανάσιμα...!

Σε μια στροφή του, ο William έπιασε με την άκρη του ματιού του μια σκιά, την κίνηση που έκανε το μακρύ ένδυμα του Adso καθώς αυτός περπατούσε αργά, προσέχοντας τα βήματά του στο υγρό εκείνο μέρος. Αμέσως του πρόσταξε να σταματήσει κι ο Adso πρόθυμα το έκανε, ώσπου ο William πήγε κοντά του και τον άγγιξε καθησυχαστικά. Ο Adso πέταξε το βαρύ βιβλίο κατάχαμα και αγκάλιασε με θέρμη το γηραιό διδάσκαλό, κλαίγοντας σχεδόν από χαρά. Ο γέροντας δε είχε καιρό για κλάματα...Έχοντας επιστρατεύσει όλη του την αυστηρή λογική για να καταλαγιάσει τις παράλογες σκέψεις που τον πλημμύριζαν μέχρι πριν από λίγο, χάρισε στο μαθητευόμενό του μόνον ένα αχνό χαμόγελο και προσπαθούσε τώρα να σκαρφιστεί ένα καινούργιο σχέδιο διαφυγής, αυτή τη φορά και των δυο τους. Ο Adso θέλησε κάτι να πει, να βοηθήσει την κατάσταση, αλλά αυτό που εισέπραξε ήταν μόνο μια κίνηση του William που του ‘λεγε να σωπάσει και να τον αφήσει να σκεφτεί καθαρά. Μόνον έπειτα από λίγη ώρα άκαρπων διανοητικών προσπαθειών από μέρους του επικέντρωσε το βλέμμα του επάνω στο νεαρό μαθητή του και σ’ αυτό που αυτός του έδειχνε τόση ώρα : Ο Adso κρατούσε στα χέρια του μια ξηλωμένη κλωστή, που ξεκινούσε από το χοντρό του ένδυμα και η άλλη της άκρη χανόταν κάπου στα σκοτάδια της βιβλιοθήκης. Του είχε φανεί, είπε γεμάτος συστολή και κοιτώντας το έδαφος, καλή ιδέα αυτός ο πρωτότυπος κι απλοϊκός μίτος της Αριάδνης.

Ο William στένεψε τα μάτια του στο φως της δάδας, μια κίνηση που ένα πράγμα φανέρωνε : Οι προηγούμενες σκέψεις του επέστρεφαν δριμύτερες, έχοντας αυτή τη φορά μια έντονη γεύση βεβαιότητας...Ο Adso ΗΤΑΝ διαφορετικός απ’ αυτόν...Τείνοντας τα στενά χείλη του όσο μπορούσε και χαρίζοντας στο μαθητή του το πιο πλατύ χαμόγελο που διέθετε—που δεν ήταν και τόσο πλατύ, εδώ που τα λέμε—χτύπησε φιλικά τον ώμο του Adso και λέγοντάς του ένα «Μπράβο παιδί μου!», μέσα απ’ τα δόντια του, του έγνευσε να οδηγήσει αυτός το δρόμο της επιστροφής. Οι δυο άντρες κατευθύνθηκαν στα σκοτάδια, σκορπίζοντας φως με τις δάδες τους στους μέχρι πριν λίγο κατασκότεινους τοίχους...Ο William ακολουθούσε λίγα βήματα πιο πίσω, βράζοντας μέσα του από την ενεργειοβόρο εκείνη ζήλεια που έμοιαζε να καταβροχθίζει την ίδια του την ύπαρξη...Μια έμμονη ιδέα άρχισε να καρφώνεται στο μυαλό του : Ο Adso έπρεπε πάση θυσία να τιμωρηθεί για τις αμαρτίες που ήταν ήδη έτοιμος, ίσως και γεννημένος για να διαπράξει...Κάτω απ' τον χοντρό του μανδύα, ο William έσφιξε με λύσσα το κοφτερό στιλέτο που είχε πάντα μαζί του...


Ελεύθερες μεταφράσεις πάνω στο "Όνομα του Ρόδου" χωρίς την άδεια κανενός...You can sue my ass if you like!