Παρασκευή, Μαΐου 05, 2006

Η χωμάτινη πολιτεία


Είναι πραγματικά εκπληκτικό πως ένα τόσο αδύναμο τιτίβισμα μπόρεσε να τραβήξει την προσοχή του μικρού Γιαννάκη που, με το μυαλό του να ταξιδεύει στις μυθικές πολιτείες της παιδικής του φαντασίας, συνέχιζε απορροφημένος το παιχνίδι του με τα χώματα στην αυλή του μικρού χωριατόσπιτου που περνούσε τις διακοπές του μαζί με τον παππού και τη γιαγιά. Ολόκληρο το καλοκαίρι του το είχε αφιερώσει στο χτίσιμο της πόλης των ονείρων του στην αυλή, της χωμάτινης πολιτείας. Τα παιχνίδια του, μια σειρά πλαστικών εργαλείων για παιδιά ήταν άτακτα αραδιασμένα μπροστά του, όλα τους όμως έμοιαζαν καινούργια μια και ο Γιαννάκης προτιμούσε να χρησιμοποιεί τα ίδια του τα χέρια για να χτίζει τη χωμάτινη πολιτεία του, να πλάθει τους ήρωες και τα έπη του. Τι κι αν η γιαγιά το βράδυ θα του ‘κανε τη ζωή δύσκολη με τις φωνές της; Ο Γιαννάκης δεν μπορούσε με τίποτα να θυσιάσει αυτή του την άμεση επαφή με το βασίλειό του, με τους υπηκόους του, κανένα πλαστικό εργαλείο δεν θα ‘μπαινε ανάμεσα σ’ αυτόν και στα έργα του. Σ’ αυτό το βασίλειο, ο Γιαννάκης ήταν κάτι παραπάνω από βασιλιάς…Ήταν θεός!

Το τιτίβισμα θα πρέπει να συνεχιζόταν για αρκετή ώρα προτού ο Γιαννάκης εστιάσει την ακοή του επάνω του, σπαρακτικό, αλλά ανίσχυρο, σαν κλάμα άρρωστου μωρού ανάμεσα στις βροντερές φωνές των υπόλοιπων πτηνών και των τζιτζικιών που έσκιζαν αυτό το καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. Έμοιαζε να ‘ρχεται πίσω από ένα θάμνο, τέσσερα-πέντε μέτρα μακρύτερα απ’ το χωμάτινο βασίλειο του μικρού παιδιού. Ο Γιαννάκης έσυρε το βλέμμα του πάνω στο θάμνο κι έπειτα, γεμάτος περιέργεια, προχώρησε προς τα εκεί. Και το είδε : ένα μικρό πουλί πάλευε, μπλεγμένο στα πυκνά κλαδάκια του θάμνου. Ο Γιαννάκης πρόσεξε ότι κουνούσε μόνο τη μια του φτερούγα. Πλησίασε κι άλλο. Το πουλάκι δυνάμωσε τα τιτιβίσματά του και οι κινήσεις του γίνανε πιο απότομες. Ο Γιαννάκης έσκυψε και το πήρε στα χέρια του κι αυτό ξαφνικά έμεινε ακίνητο. Η μια του φτερούγα έγερνε στο πλάι σπασμένη, σχεδόν νεκρή. Ο Γιαννάκης ένιωθε την καρδιά του μικρού πουλιού να χτυπά σαν τρελή μέσα στο χέρι του. Τα μάτια τους συναντήθηκαν...Τα παιδικά μάτια του Γιαννάκη με τα μαύρα, γυαλιστερά μάτια του πουλιού. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο ρυθμικά.

Κρατώντας το πουλάκι στο ένα του χέρι, ο Γιαννάκης κατευθύνθηκε στην αποθήκη του χωριατόσπιτου. Η αποθήκη χρησίμευε εκτός των άλλων και ως χωματερή για πάρα πολλά, άχρηστα για τον κόσμο των μεγάλων, πράγματα, τα οποία όμως για ένα παιδί θεωρούνται μικροί θησαυροί. Ο Γιαννάκης ήξερε ακριβώς τι έψαχνε και δεν άργησε να το βρει, παρά το χάος που επικρατούσε στην αποθήκη : Ένα μικρό χαρτόκουτο, ικανό να γίνει το σπίτι του νέου του φίλου. Άδειασε το χαρτόκουτο απ’ το περιεχόμενό του—κάτι παλιές, σκουριασμένες βίδες—και τοποθέτησε προσεκτικά το πουλί μέσα του. Λύγισε ένα μικρό τενεκεδάκι σε σχήμα κυπέλλου, το γέμισε με νερό και το ‘βαλε κι αυτό μέσα. Όσο για τροφή, ο Γιαννάκης δεν ανησυχούσε : Μπορεί να μην είχε σπόρους, αλλά υπήρχαν άφθονες μύγες στην αυλή τις οποίες θα μπορούσε να σκοτώνει και να δίνει στο φίλο του. Να τον ταΐζει στο στόμα, όπως ακριβώς θα ‘κανε και η μαμά πουλάδα. Το πουλάκι είχε πάψει να τιτιβίζει. Μόνο κοίταζε γεμάτο περιέργεια και δέος, εξερευνώντας το νέο του σπιτικό.

Τις επόμενες μέρες ο Γιαννάκης παράτησε τα χώματα και τις πολιτείες του και βάλθηκε να μαζεύει μύγες και να τις δίνει στο πουλί. Του προκαλούσε αυτή η ασχολία μια γαργαλιστική αγαλλίαση! Η αίσθηση του να είναι ο θεός ενός ζωντανού πλάσματος, του να δίνει πίσω σ' αυτό τη ζωή που ένα παιχνίδι της μοίρας κόντεψε να του στερήσει ήταν πρωτόγνωρη και αναζωογονητική. Ήταν άλλο πράγμα βεβαίως οι υπήκοοι της χωμάτινης πολιτείας, τα πλάσματα εκείνα της φαντασίας του και άλλο, πολύ διαφορετικό, αυτό το πουλί με σάρκα και οστά, που μπορούσε να νιώσει την καρδιά του κρατώντας το. Διαφορετικό και αληθινό, όσο κανένας κάτοικος του μυθικού του βασιλείου δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι. Καμιά φορά το έπαιρνε στα χέρια του και το κοίταζε με τις ώρες στα μάτια, σκεπτόμενος πόσο εύκολο θα ήταν να του αφαιρέσει τη ζωή με μια μονάχα κίνηση. Όμως όχι, το να χαρίζει τη ζωή, το να τη βλέπει να επιστρέφει μέρα με τη μέρα στο σώμα του μικρού του φίλου του φαινόταν πολύ πιο όμορφο, πολύ πιο γενναίο. Κι αυτός έτσι έπρεπε να είναι, όντας ένας 10χρονος θεός...Όμορφος και γενναίος!

Ο Γιαννάκης γεμάτος αφοσίωση μάζευε μύγες για το γεύμα του πουλιού όταν είδε το φίλο του τον Παντελή να καταφθάνει, ένα συνομήλικο αγόρι που όμως έμοιαζε μικρότερο, κατάξανθο και φιλάσθενο στην όψη καθώς ήταν και που ήταν ο σύντροφος του Γιαννάκη στο παιχνίδι και βοηθός του στο χτίσιμο του χωμάτινου βασιλείου. Ο Παντελής πλησίασε γεμάτος περιέργεια το φίλο του και τον ρώτησε τι κάνει. Ο Γιαννάκης όλο περηφάνια του είπε για το πουλί και την αποστολή που είχε αναλάβει, να το κρατήσει στη ζωή. Έπειτα, αφού μάζεψε καμιά δεκαριά σκοτωμένες μύγες, οδήγησε τον Παντελή στην αποθήκη, όπου βρισκόταν το χαρτόκουτο με το πουλί. Με το που άνοιξε η πόρτα της αποθηκούλας και το φως του ήλιου εισέβαλλε, το πουλί κινήθηκε μέσα στο κουτί του, και τα πόδια του σύρθηκαν πάνω στο χαρτόνι. Τα μάτια του Παντελή πλανήθηκαν αδηφάγα πάνω στο μικρό πλάσμα. Ο Γιαννάκης στεκόταν όλο καμάρι δίπλα του. Έπιασε μια μύγα και μ' ένα βλέμμα όλο στοργή έσκυψε πάνω απ’ το κουτί και την τάισε στο πουλάκι. Γύρισε και τα μάτια του συνάντησαν το βλέμμα του Παντελή που παρακολουθούσε τη σκηνή με τα δικά του μάτια μισόκλειστα. Κάτι σ’ αυτό το βλέμμα φόβισε το Γιαννάκη, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν αυτό. Ο Παντελής, γεμάτος ανυπομονησία, τον προέτρεψε να συνεχίσουν το παιχνίδι τους στα χώματα. Ο Γιαννάκης δεν φάνηκε να συγκινείται...Έδωσε άλλη μια μύγα στο πουλί κι αυτό την κατάπιε λαίμαργα. Ο Παντελής άρχισε να τον τραβά απ’ το μανίκι. Ο Γιαννάκης γύρισε και έφτυσε θυμωμένα ένα ξερό «όχι!». Ο Παντελής, με τα μάτια του έτοιμα να βουρκώσουν, βγήκε τρέχοντας από την αποθήκη, κλείνοντας με μανία την πόρτα πίσω του.

Το επόμενο πρωί, ο Γιαννάκης αφού ήπιε το γάλα του, κατευθύνθηκε βιαστικά προς την αποθηκούλα για να δει το πουλάκι, όπως έκανε κάθε μέρα άλλωστε από τότε που το μικρό πλάσμα εισέβαλλε στη ζωή του. Σκεφτόταν πόσο πράγματι είχε αλλάξει η όψη του πουλιού τις περασμένες μέρες, πως η ζωή πράγματι επέστρεφε μέσα του, πως σε λίγες μέρες η φτερούγα του θα ήταν εντελώς καλά και θα μπορούσε να πετάξει ελεύθερο και πάλι στους ουρανούς. Στην αυλή του σπιτιού, ήδη τον περίμενε ο Παντελής για το πρωινό τους παιχνίδι, ο Γιαννάκης όμως τον αγνόησε επιδεικτικά γυρίζοντάς του την πλάτη και προσπερνώντας τον με ταχύτητα. Φτάνοντας στην αποθήκη, ανοιξε με θόρυβο την παλιά ξύλινη πόρτα, μπήκε μέσα και στάθηκε επάνω απ’ το κουτί. Το πουλάκι δεν κινήθηκε όπως συνήθως, αλλά στο μισόφωτο της αποθήκης ο Γιαννάκης μπόρεσε να διακρίνει κάτι να κινείται μέσα στο κουτί. Άναψε τη λάμπα κι έγειρε από πάνω για να δει καλύτερα.

Το πουλάκι κειτόταν ανάσκελα. Στην πραγματικότητα ο Γιαννάκης μπορούσε να διακρίνει μόνο τη φιγούρα του πουλιού...Ολόκληρο το μικρό του σώμα ήταν καλυμμένο από χιλιάδες σαρκοβόρα κόκκινα μυρμήγκια. Το μόνο μέρος που ήταν ακάλυπτο ήταν το κιτρινωπό ράμφος του πουλιού, που έχασκε ανοιχτό ενώ το πάνω μέρος του ήταν σπασμένο στα τρία κι από το στόμα του ξεχύνονταν ορδές μικρών κόκκινων πτωματοφάγων. Μεθοδικά και με αποφασιστικότητα, παρέλαυναν πάνω στο άψυχο σώμα του πουλιού, μικρές κόκκινες εργάτριες έκοβαν τη λεία τους γεμάτες ζήλο, ενώ ανάμεσά τους πηγαινοέρχονταν δίνοντας εντολές κάτι σαν φύλακες, με μεγαλύτερο κεφάλι και σιχαμερές δαγκάνες που κουνιόντουσαν ρυθμικά. Η γωνία του στόματος του πουλιού ήταν σκισμένη και γεμάτη ξεραμένο αίμα, που λίγο μόνον φαινόταν κάτω από το παλλόμενο πλήθος των μυρμηγκιών που είχαν στήσει σωστό γλέντι επάνω του. Γεμάτος φρίκη ο Γιαννάκης, σκούντηξε απότομα το κουτί, και ξάφνου, όλα μαζί τα μυρμήγκια, θαρρείς και χτύπησε μέσα τους ένας πρωτόγονος συναγερμός, άρχισαν να εγκαταλείπουν με ταχύτητα το κουφάρι προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Γιαννάκης έβγαλε μια κραυγή απελπισίας. Άρπαξε το πτώμα του πουλιού κι άρχισε να το κουνά βίαια, διώχνοντας από πάνω του όσα μυρμήγκια δεν είχαν προλάβει να το σκάσουν. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του καθώς συνέχιζε να στριγκλίζει. Το σπασμένο ράμφος του πουλιού έδειχνε ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για δολοφονία! Κάποιος μπήκε στην αποθήκη...Νύχτα...Και το ‘κανε! Σκότωσε το πουλάκι ψυχρά και χωρίς οίκτο. Μπόρεσε να αντέξει τον πόνο στα μάτια του, τα απελπισμένα τιτιβίσματά του. Η καρδιά του όμως δε λύγισε και συνέχισε μέχρι το τέλος. Ποιος μπορεί να το ‘κανε; Ποιος; Στο μυαλό του Γιαννάκη ξανάρθε η χθεσινή εικόνα : Τα μισόκλειστα μάτια του Παντελή την ώρα που έδινε τις μύγες στο πουλάκι. Εκείνα τα γεμάτα μίσος και ζήλια μάτια. Ζήλευε που δεν μπορούσε κι αυτός να γίνει, να νιώσει θεός...Τον μισούσε γι’ αυτό! Αυτό ήταν που φόβισε το Γιαννάκη όταν ήρθε αντιμέτωπος με το σκοτεινό εκείνο βλέμμα...Ο φθόνος του καλύτερού του φίλου...Τώρα μπορούσε να το καταλάβει...Τώρα ήξερε!

Με ζεστά δάκρυα να αυλακώνουν τα παιδικά του μάγουλα, ο Γιαννάκης κινήθηκε προς την αυλή του αγροτόσπιτου. Ο Παντελής δεν είχε φύγει, αλλά έπαιζε αμέριμνος, καθισμένος οκλαδόν και σκαλίζοντας ένα καινούργιο κατασκεύασμα στη χωμάτινη πολιτεία του φίλου του. Ο Γιαννάκης στάθηκε πίσω του και τον κοίταξε για λίγη ώρα...Όλα ήταν ξεκάθαρα πια...«Ο αισχρός αυτός δολοφόνος...Είχε το θράσος να έλθει ξανά μετά το έγκλημά του...Δεν θα περάσει έτσι αυτό! Απλά, δεν θα περάσει!». Ο Γιαννάκης κοίταξε τη σειρά των εργαλείων που κειτόταν μπροστά στα πόδια του...Ανάμεσα στα πλαστικά παιχνίδια φάνταζε το μοναδικό αληθινό εργαλείο, ένας παρείσακτος επισκέπτης από τον κόσμο των μεγάλων, το μεγάλο σφυρί του παππού του. Το σήκωσε με δυσκολία στα παιδικά του χέρια...

Ο Παντελής γύρισε ξαφνικά και είδε το φίλο του να στέκεται πίσω απ’ την πλάτη του κρατώντας το σφυρί. Χαμογέλασε πλατιά! «Άντε...και σε περίμενα», είπε και γύρισε στο παιχνίδι του με θέρμη. Δεν πρόλαβε να δει το Γιαννάκη να υψώνει το σφυρί όσο πιο ψηλά μπορούσε. Ούτε και άκουσε τον απαλό ήχο που αυτό έκανε σκίζοντας τον αέρα, καθώς έπεφτε με δύναμη πάνω στο κεφάλι του. Αλλά κι ο Γιαννάκης δεν μπόρεσε ν’ ακούσει τον ανατριχιαστικό ήχο που έκανε το κρανίο του Παντελή τη στιγμή που έσπαζε, καθώς τον σκέπασαν τα μανιασμένα ουρλιαχτά του («Δολοφόνε! Δολοφόνε!»). Ανέβασε και κατέβασε το σφυρί πολλές φορές, μέχρι που ζωηρό κόκκινο αίμα ανάβλυσε απ’ το κεφάλι του Παντελή και πότισε το χώμα, ξεχύθηκε σαν ποτάμι, γέμισε τους δρόμους της μυθικής χωμάτινης πολιτείας του κι έδωσε στα κτίριά της την πορφυρή του λάμψη. Το πρόσωπο του άψυχου Παντελή χώθηκε στο χώμα ενώ στο πίσω μέρος του κρανίου του έχασκε ανοιχτό, σαν στόμα τέρατος, ένα αηδιαστικό χάσμα. Ο Γιαννάκης ακούμπησε κάτω το σφυρί του παππού του και κοίταξε αδιάφορα για μια στιγμή το πτώμα του φίλου του, στρέφοντας έπειτα το βλέμμα του στο βασίλειό του. Ο ήλιος εμφανίστηκε πίσω από ένα μεγάλο σύννεφο που έτρεχε στον ουρανό κι έριξε λίγες ακτίνες πάνω στη χωμάτινη πολιτεία. Ο Γιαννάκης κοίταξε με θαυμασμό. Κοίταξε τις λεωφόρους της που είχαν γεμίσει με αίμα, κοίταξε τις πορφυρές πιτσιλιές στα κτίρια, κοίταξε αυτήν την κόκκινη παλλόμενη λίμνη που η επιφάνειά της αλλού άφριζε κι αλλού κυμάτιζε χαρωπά, γυαλοκοπώντας κάτω απ' τις αστραφτερές ακτίνες. Για πρώτη φορά ίσως, η μυθική του πόλη έμοιαζε ζωντανή.



3 Comments:

Blogger Durden_Alie said...

θενκς Φωτεινοτάτη...:-)

6/5/06 09:46  
Blogger JustAnotherGoneOff said...

Κατευθείαν για print να το διαβάσω με την ησυχία μου. Διότι το χαρτί είναι αναντικατάστατο και τέτοια κείμενα πρέπει να διαβάζονται εκεί.

7/5/06 01:06  
Blogger Durden_Alie said...

Justanothergoneoff, η παρουσία σας είναι τιμή για το "μαγαζί" μας :-)

Σ' ευχαριστώ ;-)

7/5/06 04:40  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home