Δευτέρα, Μαΐου 08, 2006

Μια παιδική ευχή



Δεν είναι σπάνιο να φοβάται ένα παιδί. Ο φόβος είναι άλλωστε το εντυπωσιακό εκείνο περιτύλιγμα της μυθοποίησης που διαπερνά τα πάντα στη ζωή του. Για το μικρό Ανδρέα όμως το αντικείμενο του φόβου ήταν αν μη τι άλλο πρωτότυπο : Η αιώνια ζωή! Ο τρόμος της αιώνιας ζωής τον καταδυνάστευε από την πιο τρυφερή του ηλικία, του στερούσε αμέτρητες ώρες ύπνου, προκαλούσε όλα εκείνα τα ατελείωτα πήγαινε-έλα στο δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά, που κατέληγαν είτε στο σύνηθες κατσάδιασμα ή κάποιες φορές—ω τι ευτυχία—στην απόκτηση της πολυπόθητης θέσης στο μεγάλο κρεβάτι. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί αυτή η θέση του εξασφάλιζε ηρεμία για το υπόλοιπο της νύχτας. Ίσως μ' αυτόν τον τρόπο η αιωνιότητα που προσπαθούσε να στιβάξει στο κεφαλάκι του και του προκαλούσε ίλιγγο, συρρικνωνόταν, κι έπαυε έτσι να εμπνέει το μεταφυσικό της δέος.

Πόσα βράδια δεν είχε περάσει ο Ανδρέας κάνοντας αυτόν τον αλλόκοτο υπολογισμό, προσπαθώντας να μετρήσει πόσο κρατά η αιωνιότητα! ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ. Δυο λέξεις που δεν ήθελε, δε ζήτησε να μάθει και του τις μάθανε με το ζόρι, μιλώντας του για θεούς και δαίμονες. «Κι ο Θεός θα νικήσει τον πονηρό Διάβολο, και θα χαρίσει σε όλους μας ζωή αιώνια. Αμήν!» Γιατί να μην μπορεί κι αυτός όπως όλοι οι άλλοι να δεχτεί αδιαμαρτύρητα αυτό το θείο δώρο; Τι κέρδισε με το να το αμφισβητήσει; Διέπραξε την ιεροσυλία και στοίχειωσε τα όνειρά του για το υπόλοιπο του βίου του. Την ιεροσυλία του να κάνει μια αθώα παιδική ευχή : Να μην υπήρχε ούτε Θεός, ούτε Διάβολος, να ήταν όλα αυτά παραμυθάκια για μικρά κι ανόητα παιδιά σαν και του λόγου του, να 'ταν η Αιώνια Ζωή μια φάρσα που κάποιοι σκάρωσαν πριν πολλά πολλά χρόνια και που σήμερα του κόσμου οι αφελείς πιστεύουν και προσδοκούνε σ’ αυτή. Αυτή ήταν η ευχή του Ανδρέα, που δεν τολμούσε σε κανέναν να εκμυστηρευτεί από φόβο μήπως και τον περιγελάσουν ή τον μαλώσουν. Όσο όμως επιμελώς κι αν την έκρυβε, την κρατούσε μέσα του ζωντανή, ένας πολύτιμος λίθος μόνο για τα μάτια της παιδικής του ψυχής. Κι όποτε τα πράγματα δυσκόλευαν και χανόταν στους λαβυρίνθους των σκοτεινών νυχτερινών του υπολογισμών, εκεί έστρεφε το νου του, εκεί, στο δικό του μοναδικό διαμάντι, στην ευχή του, κι έβρισκε μια προσωρινή κι εύθραστη, αλλά πάντα γλυκιά γαλήνη.

Ένα απ' τα βράδια που ο Μορφέας τον βρήκε με το μυαλό του καλά γαντζωμένο στην πολύτιμη ευχή του, ο Ανδρέας είδε ένα παράξενο όνειρο : Είδε ότι αυτός και δυο φίλοι του ακολουθούσαν γεμάτοι γνήσια παιδική περιέργεια ένα μικρό ρυάκι που κυλούσε με θόρυβο προς τη σκοτεινή καρδιά ενός δάσους. Πουλιά ή άλλα ζώα δεν υπήρχαν εκεί γύρω ή κι αν υπήρχαν δεν μπορούσε ν' ακούσει τις φωνές τους...Μόνον το ποταμάκι ακουγόταν, ο χαρωπός αυτός ήχος του νερού καθώς χτυπούσε πάνω σε πέτρες γεμάτες βρύα, καθώς σχημάτιζε μικρούς καταράκτες και δίνες που στριφογύριζαν για λίγο εύθυμα και μετά παρασύρονταν και χάνονταν μέσα στο ρεύμα. Οι τρεις φίλοι συνέχιζαν το τρεχαλητό τους δίπλα στο ρυάκι, το οποίο, όσο βαθύτερα χωνόταν μέσα στο δάσος, τόσο πιο πλατιά γινόταν η κοίτη του. Χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιήσουν, τα τρία αγόρια βρέθηκαν σε λίγο να τρέχουν δίπλα σ' ένα ορμητικό και πλατύ ποτάμι. Ξαφνικά, έγιναν όλα πιο φωτεινά και τα παιδιά αντίκρισαν ένα γιγαντιαίο ξέφωτο, που κοβόταν στα δύο απ' το μεγάλο ποτάμι. Στο βάθος του ξέφωτου, η ροή του ποταμού διακοπτόταν από ένα τεράστιο, τεχνητό φράγμα και σχηματιζόταν έτσι μια μεγάλη, ασημένια στην όψη λίμνη. Οι τρεις φίλοι σταμάτησαν να τρέχουν και στάθηκαν λιγάκι να ξαποστάσουν, κοιτάζοντας λαχανιασμένοι το επιβλητικό θέαμα. Μια εικόνα πλήρους ακινησίας...Η επιφάνεια της λίμνης που έμοιαζε με γυαλί, η αυστηρή κορμοστασιά του φράγματος πίσω της, ο πεντακάθαρος γαλανός ουρανός με τον ήλιο σαν καρφιτσωμένο επάνω του.

Την επόμενη στιγμή, ο Ανδρέας ένιωσε στο πρόσωπό του έναν δυνατό άνεμο και ξάφνου κατάλαβε ότι βρισκόταν μόνος του επάνω στο φράγμα. Σάστισε όταν είδε πόσο ψηλά βρισκόταν. Κοίταξε προς την πλευρά της λίμνης και μισόκλεισε τα μάτια του γιατί ο δυνατός αέρας τον ενοχλούσε. Είδε τους φίλους του, μικρούς σαν μυρμήγκια, να του γνέφουν από μακριά, να του φωνάζουν, αλλά δεν μπορούσε ν' ακούσει τίποτα. Το σφύριγμα του ανέμου στ' αυτιά του και η απόσταση δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Ο Ανδρέας ένιωσε κάτι σαν δόνηση να έρχεται κάτω απ' τα πόδια του. Του φάνηκε πως το φράγμα κινήθηκε. Ένας ανατριχιαστικός θόρυβος έσκισε την ατμόσφαιρα και σκέπασε ακόμη και το ουρλιαχτό του ανέμου. Το φράγμα, αργά αλλά σταθερά, άρχισε να υψώνεται! Ο Ανδρέας πανικοβλήθηκε! Το φράγμα επιτάχυνε την ανοδό του κι ο Ανδρέας ένιωσε να τον διαπερνά το κενό της απότομης ανόδου...Ο τρόμος τον είχε παραλύσει...Στεκόταν όρθιος, χωρίς να τολμά να κάνει την παραμικρή κίνηση κι έβλεπε τη στάθμη της λίμνης να απομακρύνεται κάτω απ' τα πόδια του, έβλεπε τους φίλους του να γίνονται ολοένα και πιο μικροί και τέλος να χάνονται απ' το οπτικό του πεδίο. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά ήχος δεν μπορούσε να βγει απ' το στόμα του, ενώ ο άνεμος δυνάμωνε όσο το φράγμα κέρδιζε ύψος και δυσκόλευε την αναπνοή του. Όσο πιο ψηλά ανέβαινε, τόσο αύξανε την ταχύτητά του το φράγμα. Ο Ανδρέας έμεινε εντελώς ακίνητος κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.

Τ' άνοιξε μόνον όταν ένιωσε πως το φράγμα είχε σταματήσει πια να ανεβαίνει. Φοβόταν βέβαια γι' αυτό που θ' αντίκριζε, αλλά η περιέργειά του ήταν γραφτό να επικρατήσει τελικά. Τα βλέφαρά του κύλισαν αργά πάνω στους βολβούς και του αποκάλυψαν μια πανέμορφη και συνάμα τρομερή εικόνα : Το φράγμα δεν υπήρχε πια. Τα πόδια του πατούσαν πάνω σ' έναν πέτρινο στύλο που ίσα ίσα τον χωρούσε. Μπροστά του, γύρω του, πάνω του το εκτυφλωτικό γαλάζιο του ουρανού. Το ουρλιαχτό του ανέμου είχε σταματήσει και κανένας άλλος ήχος δεν ακουγόταν. Ο Ανδρέας αποφάσισε να κοιτάξει προς τα κάτω : Η γη φαινόταν χιλιόμετρα μακριά, μια πρασινογάλαζη ιριδίζουσα αχλή. Μέσα στ' όνειρό του, ο Ανδρέας ούρλιαξε απ' τον τρόμο, η φωνή του όμως για άλλη μια φορά δεν ακούστηκε...Θαρρείς και σ' αυτό το μέρος η ίδια η ατμόσφαιρα απορροφούσε τους ήχους πριν καν γεννηθούν. Κι ένιωθε μόνος...Τόσο απελπιστικά μόνος όσο δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή του. Κι αδύναμος. Και δυστυχισμένος.

"Δεν μπορεί παρά έτσι να 'ναι η αιώνια ζωή", σκέφτηκε μες στ' όνειρό του. "Μόνος πάνω σ' έναν πέτρινο στύλο...Εντελώς μόνος, χωρίς ούτε τον ήχο της φωνής μου για συντροφιά...Για πάντα!". Ο γνώριμος ίλιγγος επέστρεφε. Ένιωθε το στύλο να ταλαντεύεται...Τα πόδια του να λυγίζουν. Και τότε θυμήθηκε την ευχή του, το μαγικό διαμάντι του που τον είχε σώσει τόσες και τόσες φορές. Η σκέψη του στράφηκε σ' αυτή μονομιάς. Ξανάκλεισε τα μάτια του...Πιο σφιχτά αυτή τη φορά...Ψέλισε : "Δεν υπάρχει Θεός!"...κι αυτή τη φορά μπόρεσε ν' ακούσει την αδύναμη φωνή του...Μια ισχυρή δόνηση διαπέρασε το στύλο...Πιο δυνατά αυτή τη φορά : "Δεν υπάρχει Διάβολος!"...Η φωνή του ακούστηκε στιβαρή, σαν ενήλικα...Ο στύλος έγειρε και τραντάχτηκε επικίνδυνα...Πήρε μια βαθιά ανάσα...και φώναξε : "Δεν υπάρχει Αιώνια Ζωή!!!"...Μ' έναν τρομακτικό ήχο ο πέτρινος στύλος έγινε χίλια κομμάτια...Ο Ανδρέας άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε καθώς τον κατάπινε το γαλάζιο κενό...Είχε κόψει τα δεσμά της αιωνιότητας...

...τα δεσμά που κάποιοι θα προσπαθούσαν μάταια να του ξαναβάλουν ψέλνοντάς του ακατανόητα ξόρκια ("Ο θάνατός Σου Κύριε αθανασίας γέγονε πρόξενος"), καθώς ο Ανδρέας αναπαυόταν μέσα στο λευκό του φέρετρο...Εξακολουθούσε να χαμογελάει...


1 Comments:

Anonymous Ανώνυμος said...

LOL, you gay fuck.

2/6/06 09:27  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home