Τρίτη, Μαΐου 09, 2006

Evening duty



Το ξύπνημά μου είναι απότομο...Τα μάτια μου ανοίγουν μόλις 2 λεπτά πριν την καθορισμένη ώρα και το πρώτο πράγμα που μου 'ρχεται στο μυαλό μόλις βλέπω το ρολόι είναι η πεποίθηση περί της ύπαρξης εκείνου του ακριβέστατου ξυπνητηριού σε κάποια ξεχασμένη γωνιά του εγκεφάλου, απ' όπου μπορεί ως άλλο "Μάτι-που-βλέπει-τα-πάντα" να παρακολουθεί ανελλιπώς το χρόνο, συνδυάζοντάς τον με τις γελοίες υποχρεώσεις μας. Ακούω παιδικά γέλια, συνοδευόμενα από δυνατούς κρότους..."Ταγκ-ΜΠΑΜ!". Ξανά...Ξανά! Ήχοι μιας μπάλας πάνω στον τοίχο του σπιτιού. "Ταγκ-ΜΠΑΜ! Ταγκ-ΜΠΑΜ!". Ξανά και ξανά! Οι τρομεροί ήχοι του παιχνιδιού που μοιάζουν με μικρές εκρήξεις, γίνονται ολοένα και πιο ενοχλητικοί. Χρειάζομαι ένα τσιγάρο και την αίσθηση του παγωμένου αέρα στο πρόσωπό μου! Αμέσως!

Βγαίνω έξω και η ατμόσφαιρα είναι παγωμένη, χιλιάδες μαστίγια που τιμωρούν το πρόσωπό μου. Ανάβω τσιγάρο και παρακολουθώ τα δυο παιδάκια που ήταν υπεύθυνα για το ηχηρό σφυροκόπημα, ενώ αυτά με αγνοούν, συνεχίζοντας το παιχνίδι τους. Ένα ξανθό, ψηλόλιγνο κοριτσάκι με όμορφο αλλά θρασύ πρόσωπο, όχι πάνω από δώδεκα ετών κι ένα καστανό αγοράκι με σαφώς πιο ευγενικά χαρακτηριστικά γύρω στα δέκα. Μετά από λίγο, πέφτω στο αντιληπτικό τους πεδίο κι αυτά, από σεβασμό ίσως στα χρόνια μου ή και στο απειλητικό μου μέγεθος, σταματούν και κάθονται ήσυχα επάνω στις μπάλες τους...Οι μπάλες ήταν δύο τελικά...Εγώ τα μαζεύω και φεύγω και κατευθύνομαι πίσω απ' το σπιτάκι, νιώθοντας και κάποιες τύψεις για τη χυδαία μου εισβολή στον κόσμο τους. Αυτά όμως δε συνεχίζουν το παιχνίδι...Καθισμένα επάνω στις πολύχρωμες μπάλες τους, αρχίζουν να συζητούν. Πίσω από το καταφύγιο που μου προσφέρει το σπιτάκι, η ακοή μου αρχίζει να κλέβει τις κουβέντες τους. Πρόκειται για μια καταμέτρηση. Τα παιδάκια μετρούν τα ατυχήματα που είχαν στο παιχνίδι και στ' αυτιά μου φθάνουν ανατριχιαστικές περιγραφές : "Μια φορά εγώ έγδαρα και τα δυο μου γόνατα ώσπου φάνηκα από μέσα το κόκκαλο", λέει το κοριτσάκι. "Μια φορά έσπασα και τα δυο μπροστινά μου δόντια και το ένα χώθηκε μέσα στη γλώσσα μου", λέει το αγοράκι. Και το κοριτσάκι συνεχίζει : "Έχω κάνει πάνω από πενήντα ράμματα! Ρε συ, εγώ όταν πέφτω, δε μ' αρέσει να βάζω τα χέρια μου και να στηρίζομαι. Τ' ανοίγω και πέφτω με τα μούτρα!" Μα, τί κάθομαι κι ακούω; Τι κάθεται και λέει αυτή η δωδεκάχρονη σχιζοφρενής; Κι ο άλλος απαντά : "Καλά ρε, εσύ δεν παίζεσαι!" Αναρωτιέμαι, ξέρουν αυτά τα παιδάκια πόση δύναμη κρύβουν τα όσα λένε; Πόσες εξευτελιστικές νίκες έναντι των συνηθισμένων φόβων των "δυνατών" μεγάλων; Όταν δε διστάζεις να πέσεις στο έδαφος με τα μούτρα, όταν δε φοβάσαι να υποδεχτείς τμήματα των κομματιασμένων σου δοντιών μέσα στη γλώσσα σου, άραγε τί έχεις άλλο να φοβηθείς; Όταν έχεις τον πόνο, αλλά ίσως και το θάνατο γραμμένο στα ανώριμα γεννητικά σου όργανα, τί άλλο, απορώ, έχεις να φοβηθείς;

Θαμπωμένος από το μεγαλείο των δύο λιλιπούτειων μορφών αποφασίζω να περπατήσω για λίγο μέσα στην παγωνιά και το μυαλό μου αρχίζει να τρέχει στα λεπτά που προηγήθηκαν του απότομου ξυπνήματός μου...




Βγαίνω απ' το γυμναστήριο της περιοχής μου κι απ' έξω με περιμένει μια μηχανή enduro με άσπρα φτερά ποτισμένα με μπλε πιτσιλιές. Η μηχανή γέρνει προς το μέρος μου με το τιμόνι της είναι ελαφρώς στριμμένο...Ξερνά όλη την αναίδεια που ποτέ δεν είχα. Ξαφνικά ξέρω ότι μπορώ να οδηγήσω αυτό το τερατάκι με χίλια. Ένας αλητάμπουρας με πλησιάζει και μου ζητά να τον πάω κάπου. Ο αλητάκος μασάει τσίχλα, έχει το ένα του χέρι πάνω στους όρχεις του και, καθώς μου μιλά, εκσφενδονίζει σάλια από δω κι από εκεί. Του απαντώ πως δε μας παίρνει και τους δύο κι αυτός αρχίζει κάποιες αόριστες ικεσίες αναμεμιγμένες με βρισίδια. Του λέω "εντάξει!" κι ο μικρός σαλτάρει πρώτος στη μηχανή. Προσπαθώ ν' ανεβώ κι εγώ και ξαφνικά μου φαίνεται πολύ ψηλή για το μπόι μου. Έπειτα από πολλές κι επίπονες προσπάθειες, τα καταφέρνω, και κάθομαι στη σέλα λαχανιασμένος. Βάζω μπροστά κι ο ξερός, τραχύς ήχος μετριάζει κάπως την κούρασή μου. Ξεκινώ δειλά δειλά και, με την άκρη του ματιού μου, βλέπω ότι ο μικρός πίσω μου δεν κρατιέται από πουθενά. Επιταχύνω απότομα αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα και σηκώνω την enduro σούζα, ώσπου ξάφνου μου φαίνεται πιο ελαφριά. Ο αλητάκος ακόμη κάνει σβούρες στο δρόμο αφήνοντας κόκκινα σημάδια πάνω στην άσφαλτο όταν γυρίζω να κοιτάξω πίσω μου χαχανίζοντας. Η φευγαλέα ματιά που ρίχνω στο καθρεφτάκι γυρίζοντας μου αποκαλύπτει τη φάτσα ενός ακόμη αλητήριου, πολύ πιο προκλητικού από αυτόν που σε λίγο δεν θα έχει πια φάτσα...

Αμέσως βρίσκομαι καθισμένος στον τόπο για τον οποίο ξεκίνησα : Ένα κυριλάτο cafe-bar, γυαλί και άνετοι καναπέδες παντού κι εγώ, έχοντας αλλάξει ρούχα--και φάτσα--κάθομαι δίπλα στον Geo, που καπνίζει ένα ευωδιαστό τσιγάρο και πίνει κάτι στο χρώμα του χαλκού. Εγώ έχω στα χείλη μου τη γεύση του δεκαπενταετούς blended που λαμπυρίζει μέσα σ' ένα χαμηλό χλιδάτο ποτήρι μπροστά μου. Με το που βλέπω το βλέμμα και το αμυδρό χαμόγελο του Geo, καταλαβαίνω ότι αυτοί που περιμέναμε έφτασαν : Ο Tom με τη νέα του κατάκτηση : Ένα κορίτσι ψηλό, αδύνατο--ίσως περισσότερο απ' το κανονικό--με κατάλευκη μαρμάρινη επιδερμίδα και κόκκινα, μακριά μαλλιά που κατηφορίζουν στην πλάτη της κι εκπέμπουν αποχρώσεις ίδιες με το ποτό του Geo...Ένας άγγελος...Ο Tom μας χαιρετά εγκάρδια και μας συστήνει το αγγελικό πλάσμα, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει. Αυτή λέει μόνον ένα "γεια!" και κάθεται αμήχανα και φρόνιμα πλάι του. Ο Geo αρχίζει με το συνηθισμένο του πομπώδη λόγο να εξηγεί την ιδέα του...Επάνω στο χαμηλό τραπέζι αρχίζει να αχνοφαίνεται ένα πολύχρωμο ολόγραμμα που, όσο περνάει η ώρα, ζωντανεύει : Ο πύργος! Έξι σώματα φιδιών σχηματίζουν το κτίριο. Μπλεγμένα σε περίτεχνους κόμπους στη βάση, σχηματίζουν εντυπωσιακά μπαλκόνια, πολεμίστρες, διάφορες άλλες λεπτομέρειες. Οι λαιμοί τους υψώνονται και καταλήγουν σε έξι κεφάλια, με στόματα να χάσκουν ανοιχτά, αποκαλύπτοντας μυτερά δηλητηριώδη δόντια και ζωντανές διχαλωτές γλώσσες, τα οποία στην κορυφή διατάσσονται σ' ένα περίεργο γεωμετρικό σχήμα. Ο Tom φαίνεται σαστισμένος και ανήσυχος. Ο Geo δεν έχει τελειώσει όμως...Το κεφάλι του αρχίζει να γεννά νέες ιδέες και καθώς τις εκστομίζει, νέα σώματα φιδιών ξεφυτρώνουν από την ασφυκτικά μπλεγμένη βάση, κεφάλια μοχθηρά με γλώσσες που πάλλονται σαν τρελές τεντώνονται για να φθάσουν τα έξι αδέλφια τους εκεί ψηλά. Ο Tom τα' χει παίξει! Έχει το στόμα του ανοιχτό και η γλώσσα του κρέμεται απ' έξω σαν παράλυτη, μη θυμίζοντας σε τίποτα τη ζωτικότητα των φιδίσιων γλωσσών. Το αγγελικό πλάσμα δεν πάει κι αυτό πίσω : Το πρόσωπό της βρίσκεται σε μεγάλη ένταση, τα μάτια της ακτινοβολούν μια μοχθηρία ισάξια εκείνης των ερπετών που σφυρίζουν μπροστά της. Το ένα της χέρι έχει μπει μέσα από το πανάκριβο φόρεμά της και χουφτώνει με δύναμη το αριστερό μικρό της στήθος και το άλλο είναι απασχολημένο με το να χαϊδεύει το καβάλο του Tom, ο οποίος όμως δεν αντιδρά στο βρώμικο κάλεσμα. Ο άγγελος έχει μετατραπεί σε δαίμονα! Ο κόσμος γύρω μας έχει εξαφανιστεί και ξάφνου νιώθω κι εγώ απών...παρακολουθώ μόνο τη σκηνή αμέτοχος...Ο Geo αρπάζει βίαια τον κοκκινομάλλη δαίμονα, τον φέρνει κοντά του, κατεβάζει το φόρεμά της κι αρχίζει να βιάζει με όλη του τη δύναμη το κατάλευκο γυμνό κορμί της, ενώ το κορίτσι αφήνει απελπισμένα ουρλιαχτά που δεν μπορώ να καταλάβω αν δηλώνουν πόνο, φόβο ή ηδονή...Ο Tom απλά κοιτάζει με άδεια μάτια, τα μαλλιά του έχουν ξαφνικά γίνει λευκά, κάποια φίδια έχουν τυλιχτεί στο λαιμό του και τον πνίγουν ενώ άλλα δαγκώνουν με μανία την πλάτη του κοριτσιού, που σπαράζει μέσα στα χέρια του Geo. Τα ουρλιαχτά της ολοένα και σβήνουν καθώς τα καλύπτουν να αυξανόμενα σε ένταση σφυρίγματα των φιδιών και η φωνή του Geo που, μη δίνοντας καμία σημασία στο πλάσμα που κρατά, φωνάζει : "Αυτή είναι η δίκη μου ομορφιά, Tom...Σ' αρέσει; Σήμερα σου διδάσκω τη δική μου ομορφιά!" Η φωνή του φίλου μου μετατρέπεται σιγά σιγά σ' ένα ενοχλητικό βουητό καθώς το γκρίζο ημίφως εισβάλλει μέσα απ' την κουρτίνα των βλεφάρων μου...